Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Και όσα είχαν γλιτώσει, λίγο μαδημένα, έμοιαζε να σκύβουν για να δουν τους νεκρούς συντρόφους τους, χαϊδεύοντάς τους με τα τραυματισμένα φύλλα τους. «Πάρτε λίγα σταφύλια, μπαρμπα-Έφις», του είπε το αγόρι, αποχαιρετώντας τον σκεφτικό: «εάν ο ντον Πρέντου σας ξαναστείλει εδώ θα είμαι ευχαριστημένος. Θα περνάμε τον καιρό λέγοντας ιστορίες. Πηγαίνετε στην Γκριζέντα να της πείτε χαιρετίσματα.»
Ίσως κάλλιο να κλείσω τα μάτια μου, και να τη δώσω πρι να μας βγούνε και πομπές. Και πια τρέχα, γύρευε τότες! Αλλοίμονο μια και λείψη ο αληθινός ο στύλος από το σπίτι! Μεγάλο λόγο να μην ξεστομίσω, μα δεν την είχε ο μακαρίτης αυτή την κατηραμένη την περηφάνεια. Να ζούσε κείνος, θα το πέρναμε μαθές το χρυσόκαρδο αυτό παλληκάρι, και θα καταστάλαζε η ψυχή μας μια και καλή. Αντρίκιες φωνές και γέλοια.
Βραδειά — βραδειά γυρνάμε, Κι' απ' όξω από τα Γιάννινα 'ς τον Πλάτανο περνάμε. Εκείνο που είδα, 'τρόμαξα! 'Σ τον Πλάτανο 'ποκάτω Ένα κορμί πελώριο, παλληκαριά γιομάτο, Το 'τσάκιζαν με τα σφυριά τρεις γύφτοι χλωμιασμένοι. Μάνα, της λέω, για κύταξε ο κλέφτης πώς πεθαίνει. Ποιος ξέρει πόσους 'ς τ' άγρια ξεγνύμνωσε βουνά του!
Επί των ερειπίων τούτων ως επί λόφου υψούται ο Στρατών, απέναντι δ' αυτού το Σεράγιον, εντός του οποίου ευρίσκονται τα δικαστήρια και το διοικητήριον. Έφευγ' εκείνη και κοντά Εγώ την 'κολουθάω. Περνάμε λόγκους και βουνά, Περάσαμε λαγκάδια, Ποτάμια, λίμναις, θάλασσαις. Περάσαμε λειβάδια, Και 'φθάσαμε 'ς το αχανές, Και 'φθάσαμε 'ςτό Χάο ,
Έχουν κάτι τι παράδοξον. Αι; κάτι το πρωτότυπον. Δεν είναι αληθές; — Παράδοξον, πρωτότυπον; Πώς; Αυτά είναι η βάσις της σκέψεώς σας; Πραγματικώς; Ημείς οι μεσημβρινοί δεν αγαπούμεν να κάμνωμεν τον καμπόσο. Ζούμεν, όπως μας καπνίσει, περνάμε ευχάριστον ζωήν και με όλα αυτά τα ποικίλα πράγματα. Εννοείτε; . . . — Αναμφιβόλως, είπα, αναμφιβόλως.
Κι' επειδή ήταν ένα ατέλειωτο φρρσς-φρρσς, μονολόγησε μ' έκπληξη: — Φ ρ ί σ σ ες τηγανίζει η θάλασσα! Ο σύντροφος του γραφέας ήρθε και πάλι κοντά του και του είπε: — Τεμπελιά λοιπόν και άγιος ο Θεός. Έτσι περνάμε μεις οι φυλακισμένοι. Ο Ρένας χωρίς να θυμώσει του απάντησε: — Ποτέ, κακομοίρη μου, δεν ήσουνε πιο κουτός από σήμερα.
Είνε χρονιές που περνάμε μια χαρά. Όση βροχή κι αν ρίχνη, ξαστεριά πάντα, μια χαρά. Είνε και χρονιές, σούπα, ο Θεός να γλύση. Αυτές οι δυο κουταλιές νερό, που λες, λίγο ακόμα να με κάμουν να φάω τη γυναίκα μου, εμένα... Η γυναίκα του, που γύριζε τη σούβλα, χαμογέλασε, μας κοίταξε κατάμματα, και κούνησε κι αυτή το κεφάλι της, σα νάλεγε: «Ναι!» Εμείς γελάσαμε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν