United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη βλέπης πως απότυχεαυτό είνε άλλος λόγος, άλλη μελέτη. Η όρεξη και το θάρρος δεν τούλειψε. Αυτό να βλέπουμε. Παλληκάρι σωστό. Τόχει το αίμα του, τι τα θες. Ορίστε γιατί το είπα και το ξαναλέγω πως μπορεί νάρθη μέρα που να μας παίρνη σταλήθεια τέτοια κάστρα ο Ρωμιός, και να γίνεται Γιαννίρης.

Μέσα εις την τόσην λύσσαν επί τη όψει του ασπόνδου φονιά δεν ενθυμήθη το παλληκάρι ότι από της αρχής της συμπλοκής δεν είχε γεμίσει πλέον το όπλον του. — Ρίξε πάλε, μπρε!. . . εφώναξε προς αυτόν ο Ταχίρ, ακίνητος εις την θέσιν του, προτείνων τα στήθη ως σημάδι του αντιπάλου του. — Όχι απήντησε μανιώδης ο Ζάχος. Κ' έρριψε το καρυοφύλλι μακράν, προς τους συντρόφους του.

Άιστε να μου το φέρετε, μορές, να το δω, έκραξε μια φορά, ξαναγεννημένος, άλλος άνθρωπος, νιος, παλληκάρι, ο κακόμοιρος πατέρας.

« Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου. » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να καβαλλάη τα θεριά, να πιάνη τα λιοντάρια, » Να ξελακκόνη τα βουνά και να τ’ αναμοχλεύη. » Και μες στ’ αναμοχλέματα ποτάμια να γυρίζη;

ΑΜΛΕΤΟΣ Εις το σπαθί μου, 'ς το σπαθί μου. Ορκισθήτε. ΑΜΛΕΤΟΣ Α! Α! συ, παλληκάρι, τούτο λέγεις; Είσαι κει κάτω, τιμημέν' εργάτη ; — Ελάτε· ακούτε τον άνθρωπον αυτόντα κατωκέλλι· στέρξτε να ορκισθήτε. ΟΡΑΤΙΟΣ Τον όρκον, Κύριε, πρόβαλέ μας. ΑΜΛΕΤΟΣ Ό,τι έχετε ιδή, ποτέ να μην ειπήτε. θα ορκισθήτετο σπαθί μου.

Μα σαν τάκουσε κρυφά όλα όσα ειπώθηκαν ο Εύδρομος κ' επειδή από τη μια μεριά αγαπούσε το Δάφνη γιατί ήτανε τίμιο παλληκάρι κι από την άλλη του ερχότανε κακό να γίνη ξεντρόπιασμα του Γνάθωνα τέτοια ομορφιά, αμέσως τα λέει όλα ένα προς ένα σ' εκείνον και στο Λάμωνα.

Το ψωροχτήμα που σ' απόμεινε, μεγαλύτερη η λάτρα του και το έξοδο απ' το καλό του. Φασκέλωσέ το κ' έλα να φάμε μαζί ένα κομμάτι ψωμί που μας έδωκε ο Θεός. Τα παιδιά μεγαλώσανε. Ο Λεωνίδας έγινε παλληκάρι, ένα σκανδαλιάρικο, που πέτρα δεν αφίνει απάνω στην πέτρα. Θα περνάς την ώρα σου μαζί τους, θα σ' έχη και συντροφιά η παπαδιά». Τέτοια μου γράφει, που λες, και μου ξαναγράφει ο παπάς.

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Κύττα το παλληκάρι αυτό που είν' ανεβασμένο στο άλογο το φτερωτό• και κόβει τη ζωή της Χίμαιρας της τρίσωμης, πούχε φωτιά γι' αναπνοή. Το μάτι μου γυρνώ όπου κι' αν τύχη• κύτταξε και τη μάχη των Γιγάντων ζωγραφιστή στα πέτρινα τα τείχη. ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Ω φιλενάδες, κι' από δω κυττάτε!

Προξενητάδες πέζευαν στον Πύργο καθεμέρα Της Κόρης της πεντάμορφης, της ξακουσμένης Κόρης, Άλλοι σταλμένοι απ’ άρχοντες, κι’ από ρηγάδες άλλοι, Και προξενιές της φέρνανε και τη ζητούσαν νύφη Για ζηλευτά ρηγόπουλα, για πρώτους αφεντάδες, Κι’ εκείνη πάντα αρνώντανε το λόγο της να δώση, Κι’ ουδέ ρηγόπουλο ήθελε, κι’ ουδέ κανέν’ αφέντη, Αλλ’ ήθελε άξιον κι’ ώμορφο, γερόν και παλληκάρι, Που να μην έχη ταίρι του σ’ όλη την οικουμένη, Στη δύναμη, στην ωμορφιά και στο γλυκό τραγούδι, Και μαραμένοι γύριζαν όλ’ οι προξενητάδες, Χωρίς την αρραβώνα της την πολυζηλεμένη.

ΓΕΛΩΤ. Ποία είναι η διαφορά μεταξύ ενός κακού και ενός καλού τρελλού; Ηξεύρεις, παλληκάρι μου; ΛΗΡ Όχι, αγόρι μου· μάθε μου την. ΓΕΛΩΤ. Όποιος είν' αυτός, που είχε σοφισθή κ' είπε να χαρίσης τα βασίλειά σου, φέρε τον εδώ, κοντά μου να σταθή· ή εσύ δι’ εκείνον στάσου. Δυο τρελλοί θα είναι τότ' εδώ εμπρός, ο κακός ο ένας κι’ άλλος ο καλός. Παρδαλά φορεί ένας, ο σκουφάτος· και ο άλλος νά τος!