Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Και όμως η Κυρά Ρήνη γελά διά τούτο· τι ελαφρή καρδιά! χάνει κανείς ένα πετεινάρι και κάμνει τ' αδύνατα δυνατά διά να το εύρη και λυπείται και στενοχωρείται και όχι ένα άνθρωπον εκεί, ένα παλληκάρι!. . . Αλλά την γνωρίζει καλά την μητέρα της- πάντα κακή, πάντα αδιάφορος εφέρθη προς τον Γιάννο από τα μικρά του χρόνια ακόμη.

Οι δεισιδαιμονίες αφτές δε ρωτώ πότε θα τελειώσουνε, ρωτώ μόνο πότε θα λιγοστέψουν; Ο Ρωμιός, τώρα που τον είδα σε κάμποσα μέρη της Ελλάδας, σα να είναι παντού ο ίδιος· ο ελληνικός λαόςμαζί λογαριάζω και τους πλουσίους και τους προκομμένουςμου φαίνεται σαν ένα λαμπρό παλληκάρι, που κάτι άφαντες αρίφνητες μικρούτσικες κλωστίτσες τον έχουν από παντού σφιχτοδεμένο, και δεν μπορεί να κουνήση.

» Έβγα, Κυρά πεντάμορφη, και Κορασιά του Πύργου! » Έβγα στο παραθύρι σου το σιδηροφραγμένο, » Για να με ιδής πως έρχομαι γυναίκα να σε πάρω, » Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι

Και με τον λόγον ο Ταχίρ έφερεν από τα δεξιά διά χαμηλής, ισογείου σχεδόν κλίσεως εις τ' αριστερά το γιαταγάνι και αναταθείς κατέφερεν αυτό αστραπιαίως επί της κεφαλής του Ζάχου. Αλλ' όσον επιτηδείως, όσον υπούλως και ταχέως ενήργησεν ο αλβανός, το παλληκάρι εμάντευσεν ευθύς εξ αρχής τον σκοπόν του κ' αι δύο λεπίδες συνηντήθησαν υψηλά άγριαι, φοβεραί, λυσσασμέναι.

Αν εκ τούτου του προοιμίου περιμένης υψηλόν τι και έξοχον, οικτρώς πάλιν απατάσαι· δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παλληκάρι του χωριού που μου απέσπασε την ζωηράν αυτήν συμπάθειαν. — Ως συνήθως, θα διηγηθώ κακώς. Και συ, ως συνήθως, θα με εύρης, υποθέτω, υπερβολικόν. Πάλιν λοιπόν το Βαλάιμ και πάντοτε το Βαλάιμ παράγει τα σπάνια φαινόμενα.

Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια. — Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο; Το ρώτησε κι ο Λάμπρος. — Σκότωσα! . . σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο! Είπε βροντερά κι άφοβα το δεκαοχτώχρονο παλληκάρι, κ' εμπήκε μ' ορμή μες το σπίτι.

Το γεροντάκι αποκοιμήθηκε κι αυτός κι εκείνη απόμειναν μονάχοι, βουβοί και βυθισμένοι σ' όνειρα, σ' αφηρεμάδα, σε λογισμούς ατέλειωτους. Πρώτη φορά που βλέπουνταν στη ζωή τους· περνούσε αποβραδίς απ' το χωριό το παλληκάρι, κι ο γέρος της που φημίζουνταν για ψωμοδότης και φιλόξενος άνθρωπος, τον κράτησε μια νύχτα στο σπίτι του.

Έγερνε ο ήλιος φλογερός, απανωθιώ στη δύση, Πανώριος, αχτιδόπνιχτος, αστραποφορεμένος, Σα βασιλιάς περήφανος, άξιος και παλληκάρι. Από τες νίκες τες πολλές και την πολλή τη δόξα, Όταν γυρίζη αγέρωχος στα ολόχρυσα παλάτια, Ν’ αναπαυτή χαρούμενος πο τους πολλούς του κόπους, Να φάη να πιή και να ριχτή, σ’ ολόχρυσο κρεββάτι.

Κι’ η Κόρη, ξέροντας καλά το μαύρο ριζικό της, Δεν έβγαιν’ έξω κάμποτε, μόν’ κάθονταν κλεισμένη Και γύρευε άντρα ανεύρισκον σ’ Ανατολή και Δύση, Που να είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι.

Ο Μόρφος ήταν πιο φρόνιμος από τον Ζώη και ο Ζώης πιο ορμητικός από τον Μόρφον και πιο ανυπόμονος. Μαζή με τον έρωτά του έδειχνε και το πείσμα του το μεγάλο για την αντίστασι την αδικαιολόγητη της Σμαραγδούλας. Η φιλοτιμία του ήταν πολύ πληγωμένη γιατί δεν ήταν μόνο καλός γαμπρός, μα και ωραίο παλληκάρι.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν