United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το γεροντάκι αποκοιμήθηκε κι αυτός κι εκείνη απόμειναν μονάχοι, βουβοί και βυθισμένοι σ' όνειρα, σ' αφηρεμάδα, σε λογισμούς ατέλειωτους. Πρώτη φορά που βλέπουνταν στη ζωή τους· περνούσε αποβραδίς απ' το χωριό το παλληκάρι, κι ο γέρος της που φημίζουνταν για ψωμοδότης και φιλόξενος άνθρωπος, τον κράτησε μια νύχτα στο σπίτι του.

Αυτή ίσια ίσια η αργή ανάπτυξη της φύσης πλημμυρούσε και τους δυο μας με μια νέα ευτυχία, βυθισμένοι καθώς είμαστε στην ψυχική διάθεση μαςΒλέπεις, εδώ έρχεται αργότερα, όπως τότε»! — «Ξέρεις όσα κάθουνται στα νησιά βλέπουνε δυο φορές την άνοιξη

Κι' όμωςκάποια παράδοξη ζέστα νοιώσαμε στην ερημιά εμείς οι έρημοι. Κάποια παράδοξη χαρά δοκιμάσαμε βυθισμένοι στην απέραντη αδιαφορία της πλάσηςπου μας έσφιγγε με στοργή, χωρίς να γνωρίζη ούτε μας, ούτε τον εαυτό της! Δυο κατσίκια πήδησαν μπροστά μου στη χλόητάχα ποιος να μου στέλνη αυτό το δώρο στα παιδιάτικα χρόνια μου που πέρασαν ;

Τεχνίται βάναυσοι με στάθμην και σφυρίον εις τας χείρας θα μας σηκώνουν διά να μας βλέπη το πλήθος, και βυθισμένοι εις την πνιγηράν ατμόσφαιραν της αναπνοής των, δυσώδους ως εκ της ακαθάρτου τροφής των, θ' αναγκαζώμεθα ν' αναπνέωμεν τας αναθυμιάσεις ταύτας. ΕΙΡΑΣ. Ο θεός φυλάξοι! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Και όμως είναι βεβαιότατον, Ειράς.

Και ως φθάσαμε κατάγιαλα προς το γοργό καράβι, δάκρυα χύνοντας θερμά, 'ς την λύπη βυθισμένοι, 570το πλοίον ήλθε κ' έδεσεν η Κίρκη ένα κριάρι και προβατίνα ολόμαυρη, κ' εύκολ' απ' έμπροσθέν μας εδιάβηκεν αγνώριστη• ποιος δύναται να βλέπη θεάν, αν εις τον δρόμο του να φαίνεται δεν θέλει; Ραψωδία Λ

Συνέβη πολλάκις ή μόνος να εικάσω ή οδηγούμενος παρ' άλλου να φθάσω εις μίαν θύραν και να νομίζω ότι επί τέλους ανεκάλυψα την ζητουμένην οικίαν, εσυμπέραινα δε τούτο εκ του πλήθους των εισερχομένων και εξερχομένων, οίτινες όλοι ήσαν σκυθρωποί και σοβαροί το παράστημα και εφαίνοντο βυθισμένοι εις σκέψεις. Ανεμίχθην εις αυτούς και εισήλθα.

Μα καθώς στεκόμαστε βυθισμένοι στους στοχασμούς μας και κοιτάζαμε το φως του φεγγαριού να σβήνη στη σκοτεινιά του δάσους, η γυναίκα μου είπε: — Δε θέλω να την αφήσω εδώ. Ήθελα να την πάρω μαζί μου. Την έβγαλε προσεχτικά και την κάρφωσε στο φόρεμά της. — Μπορεί να μην ξαναγυρίσω εδώ και δε θέλω να τη βρης εσύ κατόπι.

Αφού όλοι οι υπηρέτες εξαφανιστήκανε, οι έξι ξένοι, ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος μένανε βυθισμένοι σε βαθυά σιγή. Επί τέλους ο Αγαθούλης τη διάκοψε! — Κύριοι, είπε, να μια μοναδική αστειότητα. Γιατί ήσαστε όλοι βασιλιάδες; Όσο μια μένα, σας ομολογώ, πως δεν είμαι βασιλιάς, καθώς κι' ο φίλος ο Μαρτίνος. Ο αφέντης του Κακαμπό έλαβε τότε με πολλή σοβαρότητα το λόγο και είπε Ιταλικά!

Με τούτον τον τρόπον ομιλώντας έγινα άφαντος, και ο βασιλεύς ομού και ο λαός έμειναν βυθισμένοι εις μίαν άκραν έκστασιν. Ύστερον από αυτό το συμβεβηκός επεριπάτησα τον κόσμον δέκα χρόνους.

Εγώ βλέπω καλώς ότι ματαίως κοπιάζω διά να σας κάμω να βγάλετε από το πνεύμα σας τα περασμένα σας συμβεβηκότα, που αενάως τα έχετε εις τον στοχασμόν σας· διά τούτο αν είναι με το θέλημά σας θέλω να σας κάμω να καταλάβετε ότι, αντίς να είσθε βυθισμένοι εις στοχασμούς, πρέπει να πασχίσετε να τους αποδιώξετε από τον νουν σας.