United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολύς απέρασε καιρός. Μα από την μέρα εκείνη Πόνος με σφάζει καρδιακός κ' ήσυχο δε μ' αφίνει. Βολές με κάνει να γελώ, βολές ν' αναστενάζω. Βολές να κλαίω, και βολές τραγούδια ν' αραδιάζω. Κάποτε μ' είδαν στο χωριό, σε μια μεγάλη σκόλη, Κι' όσ' έμαθαν για το νερό, το καταριώνταν όλοι. Κ' η δόλια η βρύση ερήμαξε. Κι' οχ' τότε νύχτα μέρα Ούτε τραγούδι ακούς εκεί, ούτε γρυκάς φλογέρα.

Χαρά σ' εκείνονεάντρα ή γυναίκαπου θ' αγρυπνάη και θα περιμένη· και πάλι, ντροπή σ' εκείνονε, που θα τον πάρη ο ύπνος και θα κοιμηθή στη μεγάλη την ώρα. Και η Ταρσίτσα αγρυπνούσε μήνες και χρόνια, γιατί της είχε καρφωθή η ιδέα πως ο «Νυμφίος» θαρχότανε νύχτα, όπως το λέει το τροπάρι.

Οι αντίπαλοι του Χρυσοστόμου ως τόσο ησυχία δεν είχανε, μόνο νύχτα μέρα άλλο δε συλλογιούνταν παρά πώς να τον ξεκάμουνε μια και καλή. Είχε ο Έπαρχος ο Σιμπλίκιος υψωμένη της Ευδοξίας στήλη πορφυρωτή μ' αργυρό αδριάντα της στημένο απάνω, σιμά στην εκκλησιά της Αγίας Ειρήνης, σε τόπο που τον έλεγαν Πιττάκια.

Στη Σύρα ως τόσο δεν είδα παππά· καλοπέρασα όμως και στη Σύρα. Τωραίο, ταγαπημένο το νησί! Τόβαλα στην καρδιά μου. Είναι το πρώτο ελληνικό χώμα, ή, να το πούμε πιο σωστά, η πρώτη ελληνική πέτρα που πάτησα τότες, όταν ήρθα στην Ελλάδα. Και τώρα πόσο πιο όμορφη μου φάνηκε ακόμη! Έφτασε νύχτα το βαπόρι.

Να και τα περιστατικά. Στις 12 του Δεκέμβρη αυτός κ' η γυναίκα του και το παιδί τους ήρθαν από το Linden House στο Λονδίνο κ' ενοικίασαν κάμαρες στο 12 Conduit Street, Regent Street. Μαζί τους έμειναν κ' οι δύο αδερφές Ελένη και Μαγδαληνή Abercrombie. Στις 14 το βράδυ πήγαν όλοι μαζί στο θέατρο και την ίδια νύχτα, ύστερ' από το δείπνο, η Ελένη αρρώστησε.

Δεν περπάταγε γλήγορα τ' άλογό του και κοντεύαμε να νυχτώσουμε κατάστρατα. «Βάρτο του λέω, αυτό το παλιάλογο γιατί μας πήρε η νύχτα». Αυτός θύμωσε γιατί να του πω παλιάλογο το ψώφιο του κι αρχινάει να με βρίζη. «Μη βρίζης, αγά, του κάνω, γιατί δε σου είπα και κάνα βαρύ λόγο». Εκείνος τίποτα, δε σταμάταε τα βρισίδια του.

Και βράζοντας οχ του βουνού κατέβηκε τις ράχες, με το δοξάρι κρεμαστό και τη σαϊτοθήκη. 45 Βρόντηξαν, όταν με θυμό τινάχτηκε, οι σαΐτες στις πλάτες του. Και πάγαινε θολός σα μάβρη νύχτα, Έπειτα αλάργα κάθεται απ' το στρατό και ρήχνει, κι' άχησε ο κρότος σκιαχτερός οχ τ' αργυρό δοξάρι.

Η όμορφη χήρα πέρασε στενά και σταυροδρόμια, πέρασε χωράφια και ρεματιές, για να φτάση στον καλό της, να τον συντροφέψη όλη τη νύχτα, να του πη τα μυστικά της αγάπης. Το φεγγάρι της έδειξε το δρόμο και την έφερε ως την πόρτα του μοναστηριού. Τα πουλιά και τα κυπαρίσσια τη γνωρίσανε από μακρυά και την καλοδέχτηκαν μ' αγάπη και ψυχοπόνια.

Παράγγειλε να μού κάμουν και κάμποσες κρυφές λειτουργιές να μαζέψουν συνάμα διάφορα χόρτα, να πάρουν νερό από μια βρύση ανατολική, να τα βράσουν κιαφού αφήσουν μια νύχτα όξω το αφέψημα «ναστρονομιστή» να μου το δώσουν το πρωί να το πιώ νηστικός. Η μητέρα μου φαινότανε ότι και κάτι ακόμη είχε να πη στο μοιράρη, αλλά δεν ήθελε να τακούσω εγώ.

Αν είχες μέσα και την κουνουπιέρα σου και την καλή μαμά σου δίπλα, να ξαγρυπνά την νύχτα κάθε λίγο στο πλεβρό, να σε αλαφροσκεπάζη, το πιστέβω. ...Ξεπνοϊσμένη, ελαφρή νυχτερινή φρεσκάδα του γιαλού, ανέβαινε απ τα πέλαγα βαθιά. Πάνω από τις ράχες δροσερό το στεριανό αγεράκι εκατέβαινε.