Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Κι ο λοχίας, ο Κώστας Μόσχος, φωτισμένος από τη λίγη λάμψη της φωτιάς πόσβυνε ολοένα, σήκωσε τη τσίτσα κι έπιε μια φορά ακόμα στην υγειά του πολέμου. — Και τόρα το σ ι ω π η τ ή ρ ι ο σα να πούμε, και καλή νύχτα σας, μπρε όρνια!...
Κι' ο ένας βρήκε, ο Σαρπηδός, κατάμεσα τη γούβα, και διάβηκε ο πικρός χαλκός τη σάρκα ως πέρα πέρα, και μάβρη νύχτα ανήλιαγη του σκέπασε τα μάτια. Ο άλλος στο ζερβύ μερί τον λάβωσε, κι' η μύτη 660 ως κολλητά στο κόκκαλα σα λυσσασμένη πήγε· όμως ακόμα απ' τη σφαγή τον γλύτωσς ο γονιός του. Και το λεβέντη Σαρπηδό οι θεϊκοί συντρόφοι τον βγάζανε όξω απ' τη σφαγή.
Πάμε, καημένη, να κάνουμε μετάνοιες και να θεμιάσουμε, η χάρη της Παναγιάς να μας φυλάη κι αυτή τη νύχτα. Η ίδια. Η Αρετούλα φαίνεται στο βάθος τον δρόμου μονάχη της με μαλλιά ξέπλεκα κι αμελημένα φορέματα. ΑΡΕΤOΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ, ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑ, ΠΕΡΜΑΘΙΩ, ΠΙΠΙΝΙΩ Αρετ. Όνειρο πρέπει να είνε, κι ως τόσο ψέμα δεν είνε! Να τος ο δρόμος μας, να την του σπιτιού μας η θύρα!
Και βλέποντας τον ο Ρωμαίος ο Ορύβιος πως πότε ξεφάντωνε και πότε κοιμούνταν, έπεσε μια αφέγγαρη νύχτα καταπάνω των ανθρώπων του, κι άλλους έκοψε, άλλους έπιασε. Ο ίδιος ο Απελλικώντας από τρίχας γλύτωσε κ' έφυγε. Σύχασε τότες η Δήλο, μα δεν ξανάνοιξε μάτι πια. Ως τόσο άρχιζε στα περίχωρα της Αθήνας το φοβερό το δράμα του Σύλλα.
Έλαμπαν συμπυκνωμένα τ' αστέρια αποπάνου μας γλυκύτατα, σα να ζητούσαν να μερέψουν χαϊδευτικά με τα θεϊκά φιλήματά τους το καταπονεμένο μας από τη θολούρα κορμί. Η ασημένια αχτίδα ενού μεγάλου και λαμπερώτατου, πούχε προβάλει κατά την Τσούμα του Δράκου τ' αψήλου, έπεφτε ως τα φυλλοκάρδια μου και τα γλύκαινε και τα βαλσάμωνε. Η νύχτα ήτον σιωπηλότατη.
Όπιος τους μες στη φτερωτή μελανοφόρα νύχτα σε δει, θαν το προφτάσει εφτύς του βασιλιά Αγαμέμνου, και πια το να δοθεί ο νεκρός αναβολές θ' αρχίσουν. 655 Μον έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια· :πόσον καιρό τον Έχτορα σκοπό 'χεις να θρηνήσεις, που ως τότε εγώ με το στρατό να μην ανοίξω μάχη.»
Μπορεί η 'μέρα νύχτα να γενή, μα συ εκείνο που θες· μουλάρι στην επιμονή! Οι ανωτέρω — Ευνίκη. Γεμάτη βραχιόλια και δαχτυλίδια. Φορεί περιδέραια και τα σκουλαρίκια της πέφτουνε και απλώνονται στους ώμους. Το χτένισμά της αψηλό σαν τιάρα, γιομάτο κατσαρά πρόσθετα και ολόκληρο το σύνολο είνε πασπαλισμένο από σκόνη ασημένια. Τα μάτια της δείχνουν βαμμένα γύρω με χρώμα γλαυκό. Περπατά σαν φείδι.
Θα πάρης στο λαιμό σου τον κακομοίρη τον Πίπιζα!... Έφυγε ξαναμένος ο πατέρας σου από κοντά του. Και όλη τη νύχτα δεν ημπόρεσε να κλείση μάτι. Τα λόγια του αδερφού ηύραν χωράφι γόνιμο την αράθυμη ψυχή του κ' εβλάστησαν κλαδιά και παρακλάδια επίφοβα. Δεν έβλεπε την ώρα να βάλη σε πράξι τις συμβουλές του.
— Τι νάχη τρέξη τάχα; Μη δεν μπόρεσε να βγη ο παπάς από το χιόνι κι' από το σκοτάδι; — Αχ! τι καλό πράμμα να είχε το καημένο το Μικρό Χωριό τον παπά του εγκάτοικο, και να μην προσμένη παπά από το γειτονικό χωριό νάρχεται κάθε γιορτή νύχτα να λειτουργάη; — Κακό χωριό τα λίγα σπίτια! — Τι κατάρα στο καημένο το Μικρό Χωριό να μην έχη ποτέ δικό του παπά! — Κικιρίκουουουουου! Λαλούν τ' αρνίθια.
Πιστέβω κανείς στη ζωή του να μη νόμισε πως είναι δυνατό, ένα έθνος αλάκαιρο να ξέρη τη γραμματική σαν που την ξέρει ο δάσκαλος στο σκολειό, — κι όχι μόνο να την ξέρη, μα ποτές του να μην την ξεχάση, μήτε όταν κλάψη μήτε όταν τύχη και χαρή, να βασανίζεται, να τυραννιέται μέρα νύχτα μήπως του ξεφύγη κι αλλάξη τους μαθημένους τύπους, μήπως η παλιά συνήθεια τον ξανακάμη σκλάβο Θα προσέξη να μην πη ποτές, ποτές του και με κανέναν τρόπο τη μάννα του μάννα , το παιδί του παιδί , και την κόρη του κόρη · να λέει πάντοτε: μήτερ , να μη φωνάξη ποτές του παιδιού του· «Παιδάκι μου, σώπα· έλα! μην κλαίς», παρά να του λέη· «Σίγησον, ω παι»· να μη μιλήση ποτές μέσα του την κοινή γλώσσα· να μάθη να συλλογέται αρχαία, ακόμη κι όταν είναι μοναχός του· να μη φανή άθρωπος, να γίνη θαματουργός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν