Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Μακρυά πέρα έβλεπαν την ακτή, αλλά η φουρτούνα είχεν αρπάξει τη βάρκα, και δε μπορούσαν να βγουν έξω. Την τρίτη νύχτα, η Ιζόλδη ονειρεύτηκε ότι κρατούσε στα γόνατά της το κεφάλι μεγάλου αγριογούρουνου που λέρωνε τη ρόμπα της με αίμα, κ' έτσι κατάλαβε πώς δε θα ξανάβλεπε πεια το φίλο της ζωντανό.

Αγρίεψε, έστριψε το μουστάκι του, γούρλωσε τα μάτια του, ξερόβηξε, βρόντηξε τη σακαράκα του, και κατέβασε δυο τρία μουρόρακα τόνα κοντά στ' άλλο. Ζήτησε να του φέρουν μπροστά του αυτούς τους δύο ι ε ρ ό σ υ λ ο υ ς, θέλησε να στείλη για δύναμη στο χωριό, για να τους κλείση την αστυνομία, για να τους στείλη νύχτα στην εισαγγελία, αλλ' ο ηγούμενος τον μπόδισε. — Τόρα νύχτωσε, κυρ αστυνόμε.

Μολαταύτα, σαν έπεσε η νύχτα, — καθώς το είχε υποσχεθή στη Βασίλισσα, — ο Τριστάνος τρύπωσε στου δασοκόμου Όρρι, ο οποίος τον έκρυψε μυστικά στο ερειπωμένο κελλάρι. Ας τρέμουν οι προδότες! Γρήγορα ο Ντενοαλέν, ο Αντρέ, και ο Γκοντοΐν, επίστεψαν ότι σιγουρεύτηκαν. Δίχως άλλο ο Τριστάνος περνούσε τη ζωή του πέρα από τη θάλασσα, σε τόπο πολύ μακρυνό για να μπορή να τους φθάση.

Πατείς βουβά τη νύχτα Και δε σ' εγνώρισα με μιας. Με δίκηο νυχτοπούλι Σε κράζουν οι συντρόφοι μας. Τι φέρνεις παλληκάρι; — Εκίνησε ο Ομέρπασας από το Λιανοκλάδι. — Πέτα, ροβόλα, Πανουριά... Στάρματα, Δυοβουνιώτη... Χριστός ανέστη αδέρφια μου! Καλώς ν' ανταμωθούμε Απόψε πάλε νικηταί.

Τότες του κάνει ο θεϊκός πολύγνωρος Δυσσέας «Γιε του Τυδιά, ασ' τις παίνιες σου και κατηγόριες τώρα· τι αφτά που λες, τα ξέρουνε εδώ οι Αργίτες όλοι. 250 Μον πάμε! η ώρα πέρασε, η χαραβγή σιμώνει, έγυρε η πούλια, βρίσκεται στο τέλος τώρα η νύχτα

Ποιος σ' επείραξε πάλι κ' εσηκώθηκες νύχτα, σαν κουκουβάγια; είπε με θυμό! — Τι μελετάς πάλι, αλιτήριε; αρώτησεν εκείνη, χωρίς ν' αποκριθή. — Δεν είνε δουλιά σου· μη με κολάζης. — Χαμένο κορμί! είπεν εκείνη· θα σε διώξουνε πάλι σαν κατάδικο! — Άμε να κοιμηθής, γρηά στρίγγλα! — Αδιόρθωτε, χοίρο! θα φας το κεφάλι σου. — Φύγε, σου λέω κ' εγώ ξέρω τι κάνω. — Να ξεραθής, ανόητε! — Κακούργα! — Χοίρο!

Άι μ' Νικόλα μ', που σ' έχω γείτονα, ούτε σου έφερα ποτέ κερί και λιβάνι . . . αχ! καμμιά φορά έκλεψα κανένα σπίρτο ή κανέν απόκερο από μέσ' απ' το εκκλησιδάκι σου, μπροστά στο κόνισμά σου, οπού συ έκανες πως δε με γλέπεις . . . για να κυνηγώ της νυχτερίδες και τα κουκουβαγιόπουλα τη νύχτα . . . μη με ξεσυνερίζεσαι, και φέρε γλήγορα τον πατέρα μου πίσω . . . και να μη βαρυγνωμά που δεν πήγα μαζί του . . . κ' εγώ να σου φέρω άλλα τόσα, κι' άλλα τόσα, κι' άλλα τόσα, όσα σπίρτα και κεριά σου έκλεψα.

Ας είνε· Παίρνω ένα μονόξυλο, τη βάζω μέσα την καλή σου, κι αγάλι' αγάλια αμπώχνοντας πήραμε τις καλαμιές της ακρολιμνιάς. Του λόγου της τραγούδαγε, εγώ είχα και το νου μου γύρω μου, για κάνα παπί, γιατ' είχα πάρη κ' ένα δίκαννο μαζί μου. Ύστερ' από λίγο απόστασα, άφησα το δίκαννο κι έκατσα κοντά της. Είμουνα αΰπνωτος, δε μπόρεσα να υπνώσω την περασμένη νύχτα και σάμπως κι αποκαρώθηκα.

Περίμενε τουλάχιστον μερικές ημέρες. Κρύψου κάπου μέχρις ότου μάθης πώς μου φέρεται ο Βασιληάς, στο θυμό του ή την καλωσύνη του. Είμαι καταμονάχη. Ποιος θα με υπερασπιστή κατά των προδοτών; Φοβάμαι. Ο δασοφύλακας Όρρι θα σε κρατήση μυστικά, στο ερειπωμένο κελλί του όσο χρειαστή: πήγαινε ως εκεί τη νύχτα. Θα στείλω τον Περινίς να σε ειδοποιήσω αν κανείς με κακομεταχειρίζεται.

Ο Γερο- Φλώκος κατέβαινε πού και πού κ' έρριχνε μια ματιά, μήπως γύρευε τίποτε. Όλο και νερό έπινε. Τον έκαιγε η θέρμη. Τη νύχτα άρχισε να ξαστερώνη κατά τη Δύση. — Τα είδες; είπε ο Γερο-Φλώκος στο λοστρόμο. Ο πουνέντες ξαστέρωσε. Κ' έτρεξε να δώση τα συχαρίκια στον καπετάνιο. Κατά τα ξημερώματα φύσηξε πουνέντες. Η θάλασσα της νοτιάς άρχισε να πέφτη σιγά-σιγά. Έδωκε ο Θεός και τη σκαπουλάρησαν.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν