Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Άναβα κ' εγώ την πίπα μου στο κατώφλι ξαπλωμένος, ανάμεσα στο ξανθό αγιόκλημα που εσκάλωνε πασίχαρο στους τοίχους, δίπλα στους βασιλικούς, τους διόσμους, τις μαντζουράνες, που δεν εζητούσαν παρά λίγο σκάλισμα, κόμπο νεράκι για να μας λούσουν με τ' αρώματα και τη χάρι τους. — Καλή 'σπέρα. — Καλή σου 'σπέρα. — Καλή νύχτα. — Ώρα σου καλή.
Αλλά τη νύχτα, από το μνήμα του Τριστάνου ξεφύτρωσε ένας πράσινος και φουντωτός θάμνος με γερά κλαδιά, με άνθη αρωματικά. Σηκώθηκε απάνω από το ξωκκλήσι και βυθίστηκε στον τάφο της Ιζόλδης. Οι άνθρωποι του τόπου έκοψαν το θάμνο. Την άλλη μέρα ξαναφυτρώνει όμοια πράσινος, ανθισμένος, και ζωηρός και βυθίζεται στο νεκρικό κρεββάτι της Ιζόλδης. Τρεις φορές θέλησαν να τον κόψουν. Άδικα.
Από νεραντζιά δε φούντωσε τέτοιο δροσάτο κλωνάρι. Ως τόσο παιδιά μου, νύχτα σαν ετούτη κι από μέρα πιο λαμπερή δεν την είδαν τα μάτια μου. Ως και το φεγγάρι τη ζούλεψε τη χαρά μας. Στην πατινάδα, παιδιά, να το καταλάβη κι ο ουρανός. Κράλη, να το δης το χωριό μας με τ' ολοφέγγαρο, και να μείνη μες στην ψυχή σου. Κράλης. Να μας ξανακεράση πρώτα η νύφη, κι ό,τι προστάζεις κατόπι.
Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω; . . . . — Πες μου τον πόνο σου, Στρατή, κ' εγώ θα σου τον γειάνω. — Αν μου τον γειάνης, θα με ιδής ν' αντρειευθώ και πάλι, Πάλι να πάρω τη χαρά, τα νειάτα, πούχα πρώτα, Και νύχτα δεν θα τραγουδώ παράωρα 'ς τα πλάια Το θλιβερό τραγούδι μου οπού ξυπνάει τους Δράκους. — Πες μου τον, γυιόκα μ', πες μου τον, κ' εγώ θα βρω βοτάνι.
Αυτή να είναι η θρησκεία σου, αυτή η λατρεία σου. Σα βαρέν' η καρδιά σου από έννοιες κι από πάθια, ανέβαινε στην Ακρόπολη και βλέπε πόσο μεγαλείο και πόση ζωή μπορεί να κρύβη ένας γκρεμισμένος τοίχος, ένα σπασμένο λιθάρι, ένα θρούβαλο, μέσα στην αμίλητη νύχτα. Ανέβαινε, και λόγιαζε πώς χαμογελάει η αθάνατη αρχαιότητα κάτω από τέτοια ουρανόχαρη σωπασιά.
Την αγάπη μου για μένα, Από τόξα φλογισμένα, Με την πρώτη σαϊτιά Πλήγοσέ τη πέρα πέρα, Να τη νιόθει νύχτα ημέρα Αναμμένη σα φωτιά. Με τη δεύτερη να σώσης Στην καρδιά της ν' αποδώσης Σαϊτιάς την αρετή, Που χωρίς αμφιβολία Να 'χη τέλια αδιαφορία, Για το παν ν' αναισθητή. Πες μου, Έρωτα, να ζήσης, Άδιον τάχα θα μ' αφήσης; Ένας δούλος σου κι' εγώ·
Ο δε Ασημάκης Κροκίδας προς τον σκοπόν τούτον παρέσχε την εν τη πρωτευούση του Τεπελενλή οικίαν του ήτις καθά διαβεβαιοί και ο Φιλήμων, εν ταις ημέραις εκείναις ωμοίαζε προς άλλον μυστηριώδη και τρομερόν στρατώνα, όπου κατά πάσαν νύχτα συνήρχοντο και συνεσκέπτοντο μετά του απεσταλμένου των φιλικών Χριστοδούλου Οικονόμου, γαμβρού του Κροκίδα, Ιωαννίται, Ζαγορίσιοι, Ακαρνάνες, Σουλιώται.
— Καλή νύχτα! — Και γίνεται άφαντο το παιδί μου. Είδες νύχτα καλή; Βαρειές οι ώρες και κύματα οι λογισμοί. Θα θελήση; δε θα θελήση; Πώς να της το πω; Και μπορώ να της πω τίποτις: Έχω δικαίωμα; Ίσως τρόμαξε κ' έτρεμε η φωνή της. Το φαντάστηκα πως γυναίκα μου θα γίνη. Όχι, δε θα θελήση. Μ' έπιασε φόβος.
Η Ιζόλδη έχει τους φλογερούς κι' ωραίους έρωτές της και ο Τριστάνος κοντά της, τη χαίρεται, και τη νύχτα και την ημέρα: γιατί, όπως είναι συνήθεια στους μεγάλους άρχοντες, κοιμάται μέσα στη βασιλική αίθουσα, μαζύ με τους πιστούς και τους σπιτικούς. Η Ιζόλδη τρέμει μολαταύτα.
— Σε σκιάζουν τ' ανεμόβροχα, σε σκιάζουν η χιονούραις, Γιατί δεν έννοιωσες εσύ 'ςτά σωθικά σου ακόμα Τη φλόγα εκείνη, τη γλυκειά, οπού τη λεν: — αγάπη, Δεν έτυχε ποτές εσύ να περπατάς τη νύχτα 'Σ έρημα μέρη, αδιάβατα, 'ς απόσκια μοναχός σου, Να ιδής της νύχτας της Ξωθιαίς, της ώμορφαις Νεράιδες, Να λούζουνται 'ςτά ρέμματα με ζάρκα τα κορμιά τους, Κι' απ' την πολλήν την ωμορφιά να λάμπη ο τόπος γύρα, Και να μοσχοβολά η ερμιά απ' τη μοσχοβολιά τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν