Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Το βασιλόπουλο μεγάλωνε μέσα στα πούπουλα και μέσα στα χρυσάφια. Ο Ρήγας το πότιζε με του πουλιού το γάλα. Σκλάβοι και σκλάβες το παράστεκαν μέρα και νύχτα. Μα το βασιλόπουλο ήτανε πάντα χλωμό και αρρωστιάρικο και τα μεγάλα γαλανά του μάτια ήσαν πάντα γυρμένα κατά γης. Ο Ρήγας κάλεσε όλους τους γιατρούς από Ανατολή και Δύση.
Κι' η ψυχή καπνός φέβγει και μέσα μπαίνει 100 στης γης με τσιριχτά. Κι' αφτός ολόξαφνος πετιέται, χτυπάει το γόνα και λαλεί παραπονιάρη λόγο «Ωχού, έχει κάπια το λοιπόν και στ' Άδη τα λημέρια ψυχή κι' εικόνα, μα ζωή μηδ' ύπαρξη δεν έχει. Τι του Πατρόκλου μου η ψυχή όλη τη νύχτα η δόλια 105 εδώ κοντά μου στέκουνταν, και στέναζε βογγούσε και κάθε μούλεγε ορισμό· έτσι είταν όμως, φάσμα.»
Ο σκληρόψυχος ο Πύρρος, οπού η μαύρη αρματωσιά του, σκοτεινή 'σάν την ψυχήν του, ήταν όμοια με την νύχτα 'πού ξενύχτησε κρυμμένος 'ς το τετράποδο της μοίρας , τ' ολομέλανο έχει τώρα φοβερόν ανάστημά του με ιστορίσματα γραμμένο, οπού τρόμον άλλον πνέουν.
Κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι μου!... Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη νύχτα. Σπάνια νύχτα· πρώτη και τελευταία θαρρώ στη ζωή μου. Τι είχαμε φορτωμένο; Τι άλλο από σιτάρι. Πού επηγαίναμε; Πού αλλού από τον Πειραιά. Πράγματα και τα δυο που τα έκαμα το λιγότερο είκοσι φορείς. Μα εκείνη τη βραδιά αισθανόμουν τέτοιο πλάκωμα στην ψυχή που εκινδύνευα να λιποθυμήσω.
Τι τραβιέσαι; Σκιάζεσαι και φέβγεις; Τρόμαξες με την πάρα πολλή, με την ξεφρενιασμένη μου την αγάπη; Έλα πάλε στο πλεβρό μου, έλα κι απόψε, πουλί μου. Είναι νύχτα, εσύ που αγαπάς τα κρυφά, και κανένας δε μας βλέπει... Ποιόνα φοβάσαι; Φοβάσαι κανέναν; Και τη νύχτα θέλεις να κρυφτής; Θυμούμαι τι μου είπες. Εγώ τώρα δεν το ξεχνώ. «Έχουμε καιρό.
Μια μαύρη φιγούρα ανέβαινε τον ανήφορο όπου τα χαμηλά κουκιά κυμάτιζαν κιόλας ασημένια στο φεγγαρόφωτο, κι εκείνος, που τη νύχτα ακόμη και οι ανθρώπινες μορφές του φαίνονταν μυστηριώδεις, ξανάκανε το σταυρό του.
Φωνάζουν, σκούζουν ξέμακρα, το φυλαχτό να ρίξη, Κάποτε με γλυκόλογα, κάποτε με φοβέραις. Φωνάζει η Κάλλω, η ώμορφη, φωνάζει κ' η κλεμμένη, Φωνάζει με παράπονο, με κλάμμα και με αγάπη. Του κάκου· εκείνος τώξερε, τώμαθε από γρηούλαις. Που αν έπεφτε 'ς τα χέρια τους θάχανε τη ζωή του, Κι' ούτε γυρίζει να ταις 'δή, ούτε και κοντοστέκει, Μόν' ροβολάει μονανεπνιάς και χάνεται στα πεύκα. Πέρασε η νύχτα.
Διωργάνωσα αυτό το γεύμα εδώ μέσα στα δέντρα, ύστερα το αποβέγγερο ως που να περάση αυτή η νύχτα. Τώρα θα βάλω τα δυνατά μου να καταφέρω τον Τάσσο να φύγη με το πρωινό βαπόρι. Αν τα καταφέρωμε ως το τέλος, πάει καλά. Ειδεμή ο Θεός βοηθός. ΒΕΡΑ — Σας θαυμάζω, γιατρέ. Δείχνετε πως είσθε ένας σπάνιος φίλος. ΜΙΣΤΡΑΣ — Το καθήκον κάθε ανθρώπου, κοκώνα μου .. .
Α δεν είταν από τα ρούχα της, α δεν είταν από το σφιγμένο μικρό, πού να το φανταστώ πως ο ματοκυλισμένος εκείνος κι ο χωματιασμένος ο βώλος είταν — η γυναικούλα μου! Καιρό δεν είχα για κλάψες και για μυρολόγια. Πέτρα μ' έκαμε η νύχτα που πέρασα. Ο Θεός με λυπήθηκε, και βρέθηκε ένας λάκκος κοντά μου. Τονε μεγάλωσα μ' ό,τι κούτσουρα βρήκα.
Το γεροντάκι αποκοιμήθηκε κι αυτός κι εκείνη απόμειναν μονάχοι, βουβοί και βυθισμένοι σ' όνειρα, σ' αφηρεμάδα, σε λογισμούς ατέλειωτους. Πρώτη φορά που βλέπουνταν στη ζωή τους· περνούσε αποβραδίς απ' το χωριό το παλληκάρι, κι ο γέρος της που φημίζουνταν για ψωμοδότης και φιλόξενος άνθρωπος, τον κράτησε μια νύχτα στο σπίτι του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν