Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


ΙΩΝ Ό,τι έχω μέσα στην ψυχή το ίδιο λες για μένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Ώ, άκληρη δεν είμαι πεια, δίχως παιδί δεν είμαι! στηρίχθηκε το σπίτι μου και βασιληά έχει η χώρα. Ξαναζωντάνεψε ο Ερεχθεύς• το φως του ήλιου βλέπει το σπίτι, που είχε βυθισθή μέσα σε νύχτα μαύρη. ΙΩΝ Μητέρα, κι' ο πατέρας μου να μοιρασθή αξίζει την ίδια τούτη τη χαρά που έδωκα σε σένα.

Εδώ θα μας πάρη η νύχτα. Αλλά με το σκοτάδι θα εκινδύνευε περισσότερο. Επήρε θάρρος και αποφάσισε με κάθε τρόπο να το διώξη από κοντά του. — Το ψάρι κοντά μου· τσιμπάει απάνω· έτοιμοι! — Έτοιμοι.

Και κάτων από τ’ ουρανού τη διάπλατη τη σκέπη, Χειροπιασμένες δυο αδερφές : τη Μέρα και τη Νύχτα.

Η μανία κάθε μπουζουκτζή είνε ν' ανοίγουν τα παράθυρα τη νύχτα τα κορίτσια και να τον αφογκράζουνται, να τον ακούνε.

Γύριζε από τόνα πλευρό, ξαναγύριζε από τάλλο, και διώξε, αν μπορής, τα χίλια φαντάσματα που τριγυρίζουν το νου σου σε τέτοια νύχτα! Ένα μονάχο από τα φαντάσματα εκείνα, της Λενιώς μου ο πόνος, έσωνε να μου τον κλέψη τον ύπνο. Ως το πρώτο λάλημα τυραννιούμουνα με τους μικρούς μου τους πόνους.

Δεν την έμελε για φαΐ, αγρυπνούσε τη νύχτα, παραμελούσε το κοπάδι· πότε γελούσε, πότε έκλαιγε· πότε εκοιμόταν, πότε πεταγόταν από τον ύπνο της· το πρόσωπό της εχλώμαινε και πότε πάλι άναβε· μήτε αν την έπιανε των βωδιών η μυίγα, θα πάθαινε τέτοια.

Όταν θα διαβάσης αυτό το γράμμα αγαπημένη μου, ο κρύος τάφος θα σκεπάζη πια τα παγωμένα λείψανα του δυστυχισμένου ανήσυχου, που για τις τελευταίες στιγμές της ζωής του δεν έχει άλλη γλυκύτερη ενασχόληση παρά να μιλή μαζί σου. Επέρασε μια νύχτα τρομακτική, όμως, αλλοίμονο! μια νύκτα ευεργετική. Αυτή εστερέωσε, έκανε οριστική την απόφασή μου: Θέλω να πεθάνω.

Εσύ θα με ξεχάσης.... Εγώ όμως θα πεθάνω, να το ξέρης. Σήμερα το κατάλαβα πως θα πεθάνω άμα φύγω μακρυά σου. ΝΙΚΟΣΚουτό κορίτσι που είσαι. Μήπως εγώ δε θάρθω στας Αθήνας για το Πανεπιστήμιο; Θα σου γράφω, θα μου γράφης ωραία γραμματάκια, θα βλεπόμαστε στον περίπατο, καμμιά φορά κρυφά, και ύστερα, σα δεν θέλη ο μπαμπάς σου, ένα αμάξι μια νύχτα και: «Βάρα αμαξά. Στο Τατόι κατ' ευθείαν!» Ε;

Ο καπετάν Νικόλας δεν ηύρε πέρσυ εδώτη Κεχρεά μία τζάρα γεμάτη φλωριά βενετικά κ' έφκιασε το καράβι; Άλλοι πάλιν τα ονειρεύονται εις τον ύπνον τους κ' έρχουνται νύχτα και σκάπτουν. Ο Γέρω-Διαμαντής δεν χάλασε όλα τα αρέα της Παναγίας-Ντομάν κ' εξερίζωσε της ρίζες των για ν' αύρη χρήματα, κρυμμένα; Αλλά πολλοί από αυτούς πεθαίνουν, γιατί τυχαίνει να είναι στοιχειωμένα.

Ύστερ' αναστέναξε. — «Θα φύγηςμου είπε. — «Θα φύγω την Κυριακή». — «Γιατί βιάζεσαι τόσο;» — «Έτσι λέω, ποιος ξέρει πάλιτης είπα. — «Καληνύχτα». Έφευγα και δεν μπορούσα να φύγω. Τα πόδια μου κολλήσανε στο χώμα. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Πέρασαν δυο-τρεις ημέρες. Δεν την ξαναείδα. Ούτε στην πόρτα, ούτε στο παράθυρο. Ένα βράδυ, κατά το σούρπωμα, τη βλέπω στο παράθυρο.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν