United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μητέρα όμως της Ξενιώς, έξυπνη γρηά, γνωρίζουσα από τοιαύτα περιστατικά, εφρόντισε, κατά την ώραν όπου θα έλεγεν ο εφημέριος, ο τελών το μυστήριον, το «Ευλογημένη η βασιλεία», ότε πιάνουν τα μάγια, εφρόντισεν η γραία μήτηρ να είνε κλειστά όλα τα παράθυρα και η πόρτα. Κατώρθωσε δε να ορισθή ο γάμος την αυγήν μετά το λάλημα του πετεινού, ότε διαλύονται αι σατανικαί ενέργειαι.

Ενώ η Κώσταινα βρίσκονταν μοναχή της, με τες σκέψες της και με όσα της θύμιζαν τα σαράντα χρόνια του ζωντανού ξεχωρισμού, κι' η λειτουργιά είταν στο «&εξαιρέτωςανοίγει απ' έξω η θύρα της εκκλησιάς και μπαίνει μέσα με βαρυά πατήματα άνθρωπος ψήλος και δασύς, ηλικίας πενήντα χρονών και παραπάνω, με φορέματα ξενιτεμένου, κι' από τη θύρα πώμενε πίσω του μισογυρισμένη μπήκε και το φως της ημέρας, που άρχισε να ξανοίγη, κι' ακούστηκε το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ... τριγκκκκ».

Να μ' ελεήσης, φίλε, μ' ολίγο μερτικό Από την εισοδιά σου προς ώρας δανεικό. Κι' ερχάμενος ο θέρος, χωρίς να ζημιωθής, Σου δίνω και κεφάλι και κάματον ευθύς. Πολύ καλα, αποκρίθη, μόν δεν παρανογώ, Γιατί να μη φροντίσης, ως έκαμα κι' εγώ. Γιατί, κυρ Μυρμηγκά μου, δεν άδιασα στιμή Από το λάλημά μου, κι αυτή είναι η αφορμή.

Την στιγμήν εκείνην, ο Φάλκος ήκουσε λάλημα πετεινού, το οποίον δεν εφαίνετο να είναι από πολύ πλησίον, αλλ' ούτε και μακρόθεν.

Αύρα γλυκειά στους πράσινους βυθούς αργοσαλεύει, στα ρείκη αρχίζει το σκοπό σιγά ο κορυδαλός, μα όσο στο φως υψώνεται κι όσο ψηλά αλαργεύει, το λάλημά του χύνεται ολόηχος κάτω αυλός. Και δες: με τις παλιές χαρές η νέα μέρα αρχίζει· στη χλόη νέα άνθη, νέοι βλαστοί στο γέρικο κορμό, και γύρω τους μυριόφτερος κόσμος ξυπνά, σκορπίζει και το τραγούδι της ζωής βουίζει το θερμό.

Τόρα εκάλει την Χάιδω να παίξουν εις τα λειβάδια, όπου τα νεράκια τρέχουν διαυγή ως το δάκρυ και το γλυκοχάραγμα έρχεται με τόσα μαγικά χρώματα και ο ήλιος λάμπει χρυσότευκτος και ο αήρ διαπνέεται υπό ευωδιών και μύρων. Της ωμίλει διά το ταρναριστόν βάδισμα της πέρδικος, διά την παραδειγματικήν αφοσίωσιν της τρυγόνος, διά το εύχαρι λάλημα του λαμπρόπτιλου κρασοπούλου.

Αλλ' ο ξένος εχάνονταν σαν ίσκιωμα, χωρίς να δώση απάντηση στο ευγενικό προσκάλεσμα, από πίσω του ακολουθούσαν μανιωμένα τα σκυλλιά, γαυγίζοντας, και μοναχά το λάλημα του κυπριού του μουλαριού του ακούονταν γλυκά και θλιβερά «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκκ».

Έφευγε κι' ακόμα έφευγε σαν ίσκιωμα, χωρίς ν' απολογηθή στο ευγενικό προσκάλεσμα, αφίνοντας οχ πίσω του μοναχά το γλυκό λάλημα του κυπριού του μουλαριού του « τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... »

Τα βληχήματα των μικρών αμνών οι οποίοι, κλεισμένοι καθ' όλην την νύκτα εις το γαλάρι ίνα μη πίνουν το γάλα των μητέρων των, τόρα αφεθέντες ελεύθεροι έτρεχον με χαριτωμένα σκιρτήματα πλησίον των, οι εύθυμοι γέλωτες των παιδιών, το συχνόν λάλημα του ατσαράντου και της γαλιάντρας, των πρώτων της αυγής μηνυτών, και ο περιπαθής ήχος φλογέρας ήρχοντο σιγά σιγά, κατακηλούντα την ακοήν του μέχρις ου τον απεκοίμησαν.

Το βλέμμα, του εστράφη πέριξ εις την χλοάζουσαν φύσιν, εις τον καταγάλανον ουρανόν, εις τα υψηλά δένδρα τα σειόμενα υπό του ανέμου ησύχως· το ους του επρόσεξεν εις τον βόμβον εκείνον, τον μαλακόν και εις το συνεχές λάλημα των πουλιών και ο Δημήτρης εδάκρυσεν, επιθυμήσας την ζωήν και τα καλά της ενθέρμως. — Πάμε, αδερφέ· σε βάνω 'ς τ' άλογό μου· είπεν ο ζωέμπορος.