Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Καλά καλά μήτε ο γέρος ο Εφημέριος δεν μπόρεσε να κρατήση τα δάκρια. Τους διάβασε μιαν Ευκή αποθέτοντας την άκρη του πετραχηλιού του απάνω τους, και σαν αποτέλειωσε κ' η Ευκή, ξανάκαμαν το σταυρό τους και ξεκίνησαν κατά τη θύρα με βήματα σιγανά.
Από μόνον δε το απόκηρον ενός έτους συνετηρείτο κατά το πλείστον ο ναός. — Δόσε μου την Παναγίαν την Λημνιάν, Παϊσία μου! έλεγεν ο γέρων εφημέριος ο Παπά-Λάμπρος και δεν θέλω τίποτε άλλο. Αλλά μεταξύ όλων των αναθημάτων διέπρεπεν έν αργυρούν έκτυπον ευμέγεθες και τορευτόν και επίχρυσον, παριστάνον ένα πλοίαρχον εις τρεις διαφόρους στάσεις.
Αλλά τούτο το έλεγον οι αστείοι ή οι φθονεροί, και μόνον οι ανόητοι το επίστευον. Ο εφημέριος ούτος, ως οι πλείστοι του γνησίου ελληνικού κλήρου, πλην μικρού ελευθεριασμού, ήτο κατά τα άλλα άμεμπτος.
Διότι συγχρόνως εισήρχετο εις του κυρ-Στρατή την τραπεζαρίαν ο εφημέριος του νεκροταφείου, κρατών φανάριον εις την μίαν χείρα και χιλιάρικην εις την άλλην. — Σας ανεκάλυψα τέλος πάντων! Έτσι κρυφά λοιπόν; Έτριβα επί ώραν τους οφθαλμούς μου.
Τι σημαίας ύψωσε και τι καμπάναις εσήμαινεν ο εφημέριος της ενορίας, οκτώ ημέρας μετά τον γάμον, την Κυριακήν, όταν θα επήγαιναν οι νεόνυμφοι εις την Εκκλησίαν του μικρού χωρίου. Από τρία τάλληρα έρριψαν και οι δυο τους εις τον δίσκον την ημέραν εκείνην, η δε γραία πενθερά όλη καταχαρουμένη έρριψε και αυτή μια τρύπια σφάντζικα, και είχεν εορτήν όλον το χωρίον αλησμόνητον.
Ουδέποτε άλλοτε αφ' ότου ενυμφεύθη, απέλαυσε την άφατον ευχαρίστησιν, την οποίαν κατά το έτος εκείνο, το πρώτον της επιτροπείας του συζύγου της. Των Βαΐων της έδωσεν ο εφημέριος μια βάια, πρασίνη-πρασίνη και γεμάτη ψωμί, το αρτόχρουν άνθος της. — Ούτε νύφη δεν επήρα τέτοια βάια! Έλεγε προς τον σύζυγόν της την μεσημβρίαν, ότε έτρωγον τον ξαρμυρισμένον ροφόν!
Η μικροτέρα όμως εκεί κάτω έχει την ηλικίαν της γυναικός μου, τον Οκτώβριον θα είναι πενήντα ετών. Ο πατέρας της την εφύτευσε την πρωίαν της ημέρας που αυτή προς το εσπέρας εγεννήθη. Ήτον ο προκάτοχός μου εφημέριος, και πόσον αγαπητόν του ήτο το δένδρον, δεν δύναμαι να σας πω, αλλά και εις εμέ δεν είναι ολιγώτερον αγαπητόν.
Και τέτοια η λύσσα τους, που αδέρφιασαν Χριστιανοί και Τούρκοι ανήμερα και χύμιξαν ανακατωμένοι στης Εκκλησιάς την αυλή «να τη σπαράξουν τη σκύλα». Πού πια τώρα να τους εναντιωθή Εφημέριος, πού να δείξη στήθος Επίτροπος! Την έφεραν όξω σέρνοντάς την από τα μαύρα μαλλιά της.
Ευτυχείς αι κοινωνίαι, εις τας οποίας οι άρχοντες, οι γονείς, οι ιερείς, οι διδάσκαλοι, οι συγγραφείς, οι ποιηταί, οι καλλιτέχναι και τα θέατρα δεν παρουσιάζουν ειμή υποδείγματα αρετής και φρονήσεως! Αφού δε ο σεβάσμιος ούτος εφημέριος εκάθησεν, ερώτησε τον Γεροστάθην περί τίνος ήτο ο λόγος. — Διηγούμην εις τους μικρούς μου φίλους, τω απεκρίθη ο γέρων, του Περικλέους τας ευεργετικάς πράξεις.
Περί μέσην την νύκτα ο εφημέριος εξυπνεί ακούσας γοεράς κραυγάς εξερχομένας εκ του νεοσκάπτου μνήματος. Πάντες σπεύδουσι να εκθάψωσι την δυστυχή, ήτις όμως απέθανεν ολίγας τινάς στιγμάς αφού εξήχθη εκ του τάφου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν