United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν επήγα όμως να τα ξοδέψω στην ταβέρνα. — Να μάνα, της λέγω· σου φερα τα πλάτικα. Μεθαύριο μισεύω με τους σφουγγαράδες. — Φεύγεις με τους σφουγγαράδες! λέγει εκείνη αποσβολωμένη. Δεν πας καλήτερα να πέσης στο Μαντράκι! Γλήγορα να δώσης πίσω τα λεφτά. Ευκή και κατάρα μου άφηκεν ο συχωρεμένος ο πατέρας σου, σφουγγαράς να μη γένη κανείς από τη γενιά του. — Ευκή και κατάρα!

Ύπαγε οπίσω μου, Αμελέτητε, ύπαγε οπίσω μου!... έκανε σαστισμένος ο Συμεών. — Τόρα τους έχουμε πλάι στο κελί μου, πάτερ Συμεών, κλειδωμένους. Εγώ είπα να τους απολύσουμε, να παν στην ευκή του Χριστού και της Παναγίας, κι' ας το βρουν απ' το Θεό μια μέρα, δεν μ' άφησαν όμως οι πατέρες, και στείλαμε για τον αστυνόμο στο χωριό.

Η μάννα του κι ο αδερφός του τώλεγαν «μη!». Η κυρά Πανώρια τον παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια. — Τι σου κάνει; τώλεγε· τι σου κάνει; λυπήσου τον. — Όχι! εκείνος· ποιος ξέρει τι θησαυρούς κρύβει στις ρίζες του. Όχι τον πλάτανο μα και το σπίτι αν χρειαστή θα το γκρεμίσω κι εκείνο· έλεγε. — Ας τονε, μωρέ παιδί μου, νάχης την ευκή του Θεού· παρακαλούσε η γριά.

Οι Τούρκοι όμως τον επίεζαν λέγοντες ότι διά την ησυχίαν του χωριού έπρεπεν όχι να φυλακισθή προσωρινώς, αλλά να εξορισθή εις την Μπαρμπαριάν ο Πατούχας. Τόσον είχε χαροποίηση τον Σαϊτονικολήν το ανδραγάθημα του Μανώλη, ώστε τον εσυγχώρησεν. — Ας έχη την ευκή μου, έλεγε. Με μιας ήβγαλ' απού την καρδιά μου όλη τη βαροκάρδισι απού τούχα.

Άλλος ήθελε τον Πανάγο «μπαλλοτεμένο», άλλος το Μιχάλη, τη Μιχάλαινα τρίτος, τέταρτος και τους τρεις, πέμτος κ' έχτος μόνο τους δυο, έβδομος κανένανε, και τέλος ακούσαντας μερικοί και για του Δημήτρη τη μάνητα, λέγανε πως εκείνος τη χρειάζουνταν τη παίδεψη, που δεν τους άφινε τους Χριστιανούς στην ησυχία τους, τώρα που είχαν και την ευκή του Παπά, παρά γύρευε να βγάλη νόμους δικούς του.

Καλά καλά μήτε ο γέρος ο Εφημέριος δεν μπόρεσε να κρατήση τα δάκρια. Τους διάβασε μιαν Ευκή αποθέτοντας την άκρη του πετραχηλιού του απάνω τους, και σαν αποτέλειωσε κ' η Ευκή, ξανάκαμαν το σταυρό τους και ξεκίνησαν κατά τη θύρα με βήματα σιγανά.

Κοίταξέ το, που και καλά να ξεκινήση γυρεύει. Στεφ. Σου δίνω ένα φλουρί, σου δίνω κατόπι και την ευκή μου, Κεριάκο. Κερ. Ας είσαι καλά για το φλουρί, αφεντικό, μα η ευκή από πού κι ως πού; Στεφ. Είταν παπάς ο πατέρας μου, Κεριάκο· γιατί τάχατες να μην παπαδέψω και γω; Κερ. Είταν παπάς, και καλός παπάς ο μακαρίτης, αφεντικό.

Ο ύπνος θα σου δώση δύναμη. — Έχε την ευκή μου, κόρη μου· εψιθύρισε η κυρά Πανώρια. Η Ελπίδα ίσαξε καλά το σκέπασμα, πήρε το κέντημά της και βγήκε τραβώντας πίσω της την πόρτα. — Πού είνε ο Δημητράκης ; ρώτησε το γέρο Μαλαματένιο. — Όξω γυρίζει. Πηδάει και χορεύει σα μικρό παιδί. Αλήθεια ο Δημητράκης ήταν διαφορετικά από τη μάννα του· ούτε θλίψη ένοιωθε ούτε κούραση.

— 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό.

Χωρίς να μπορώ να ξελαγαρίσω κάτι θολό κι άμορφο που καλοθρονιάστηκε επίμονα μέσα στην ψυχή μου και να ερμηνέψω με λόγια ό,τι τώρα, τούτη τh στιγμή, που ρίχνω στο χαρτί τις γραμμές μου αυτές, σφηνώθηκε μέσα στη σκέψη μου, γεννημένο ίσως αυτόματα από την όλη δράση του κι από την όλη πνευματική του εργασία που είναι απλωμένη ανάκατα, δίχως τάξη, στη θύμηση μουχωρίς να μπορώ λοιπόν να το ξελαγαρίσω αυτό που μου συμβαίνει, μούρχεται να πω πως έτσι θάπρεπε να πεθάνει ο άνθρωπος ο ξεχωριστός, που είχε σ' όλη τη ζωή του οδηγό το ΧΡΕΟΣ και που έναν αφέντη μοναχά ένιωσε πάντα πάνω του το ΠΡΕΠΕΙ το αδυσώπητο . Δεν ξαίρω, δε μαθεύτηκε, τι είπε σαν τονέ σωριάζανε καταγίς οι σφαίρες, οι ηρωικές . Αν τον άφιναν οι σφαίρες και οι λογχισμοί να πει μια λέξη, σίγουρα η λέξη αυτή θα είταν κείνο που βροντοφώναξε μέσα στο πρώτο του βιβλίοκαι θα το είπε σαν ευκή ολόψυχη προς την Πατρίδα του, που τόσο την αγάπησε και που τόσο τίμια σ' όλη του τη ζωή την υπερέτησε: ― Σώνουν οι μάρτυρες!.. ..