United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τριγυρνάνε το σφαχτό βαστώντας τα κριθάρια, 410 ενώ άρχιζε τ' Ατρέα ο γιος παράκληση να κάνει «Ω Δία μαβροσύγνεφε μεγάλε δοξασμένε, που στα ουράνια κάθεσαι, αχ βόηθα να μην πέσει ο ήλιος, και να μη χυθεί της νύχτας το σκοτάδι, πριχού το πλούσιο αρχοντικό γκρεμίσω του Πριάμου 415 και κάψω μ' άσπλαχνη φωτιά τις πόρτες, και πριν κάνω κομάτια απάνου στο κορμί του γιου του τα τσαπράζα, κουρελιασμένα απ' το χαλκό· και γύρω του στρωμένοι πολλοί συντρόφοι πίστομα στο αίμα ας κολυμπάνε

Πήρε φωτιά οχ την Ίδα ο γιος του Κρόνου σαν τις είδε, και τη χρυσόφτερη Ίριδα ναν τους μιλήσει στέλνει «Τρέχα, ανεμόποδη Ίριδα, και στείλ' τες πίσω· ενάντια ας μη μου παν, γιατί άσκημα θα σμίξουμε στη μάχη. 400 Γιατί ένα λόγο θαν τους πω, που θ' αληθέψει κιόλας· θα σακατέψω τ' άτια τους αφτού μες στα λουριά τους, θάν τις γκρεμίσω κάτου αφτές, θα σπάσω και τ' αμάξιμηδέ σε δέκα ολοκλήρους που κυκλοφέρνουν χρόνους δεν έχουνε γιατριά οι πληγές π' ανοίγει ο κεραβνός μου405 για ναν το δει η κυρά Αθηνά σαν πώς με πολεμούνε.

Μα, ας έχης χάρι, που είνε μπροστά η γυναίκα σου». Και φεύγοντας μουρμούρισε: «... που δε σούπρεπε, κακομοίρη...» Είπα να σηκωθώ να τον γκρεμίσω, μα βαστήχτηκα πάλι. Ας πάη στο διάολο, είπα μέσα μου, κι' ας μείνω με τα λόγια του. Έφυγε. — Κ' είχε μούτρα να σε ζυγώση σήμερα! είπε ο Βαγγέλης· χαρά στην αδιαντροπιά! — Τον είδατε! Τι σας να πω... — Ας τον να κουρεύεται! είπε ο Μήτσος.

Η μάννα του κι ο αδερφός του τώλεγαν «μη!». Η κυρά Πανώρια τον παρακαλούσε με δάκρυα στα μάτια. — Τι σου κάνει; τώλεγε· τι σου κάνει; λυπήσου τον. — Όχι! εκείνος· ποιος ξέρει τι θησαυρούς κρύβει στις ρίζες του. Όχι τον πλάτανο μα και το σπίτι αν χρειαστή θα το γκρεμίσω κι εκείνο· έλεγε. — Ας τονε, μωρέ παιδί μου, νάχης την ευκή του Θεού· παρακαλούσε η γριά.

Και όταν τότε ξαναφάνηκε το φεγγάρι και στεκότανε πάνω από το μαύρο σύννεφο και κυλούσε μπρος μου το κύμα με μια φοβερή λαμπρή αντανάκλαση και αντηχούσε· τότε με κατέλαβε φρίκη και πάλι πόθος! Αχ! με ανοικτά τα χέρια στεκόμουνα μπρος στην άβυσσο και η πνοή μου ερχότανε κάτω, κάτω! Τι ηδονή! εκεί κάτω τα βάσανά μου, τα πάθη μου να τα γκρεμίσω! εκεί κάτω να κυλιέμαι με βογγητό σαν τα κύμματα!

Εγώ τότε λαμβάνοντας όρεξιν να δοκιμάσω την γεύσιν και την ποιότητα των μοσχοκαρυδιών, άρχισα να ρίχνω πέτρες υψηλά εις τα κλωνάρια, με σκοπόν διά να γκρεμίσω μοσχοκαρυδα· αλλ' οι πίθηκοι που ήσαν υψηλά εις τα κλωνάρια, όταν είδαν να τους λιθοβολώ, εσύναζαν όσα καρύδια είχε το δένδρον, και τα έρριχναν κάτω· και όσον εγώ έρριχνα πέτρες επάνω, τόσον εκείνοι έρριχναν τα καρύδια κάτω.