United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ο πλάτανος βαστούσε γερά. Τότε πλησιάζει ένας από τους σοφούς, και του λέει σιγά·Δε θα καταφέρης τίποτα με το τσεκούρι· ο πλάτανος θέλει δυναμίτη. Αμ' έπος αμ' έργον ο Αριστόδημος. Άρπαξε ένα μασσούρι δυναμίτη, τόρριξε στην κουφάλα του και τ' άναψε. Μάννα μου! τι κακό ήταν εκείνο! Ο γεροπλάτανος έβγαλε ένα βογγητό που πάγωσε το αίμα μου.

Ύστερα απ' αυτά τα λόγια, την έπιασε ένα βογγητό, και τη βάσταξε κάμποση ώρα, κι' ύστερα από το βογγητό άρχισε πάλε τα ξωλαλήματα: — Σάμα ήκουσα να πέφτουν δυο-τρία ντουφέκια στην αράδα.. θάναι ο Βασίλ'ς μου! Ακούω ποδοβολητό αλόγου:. «Πώχει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια... »

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Εις τους βαθείς σου στεναγμούς υπάρχει λόγος· το βογγητό σου αυτό να μου εξηγήσης πρέπει· πού είν' ο υιός σου; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ολίγο αφήσετέ μας μόνους. — Αχ! Κύριέ μου, τ' είδ' απόψε! ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τι, Γελτρούδη; πώς είν' ο Αμλέτος; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αχ! τρελλός, καθώς μανίζουν θάλασσα και άνεμος, οπότε αντιπαλαίουν καθένας τους να δείξη την υπεροχήν του.

Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι. — Ο αέρας τρέμει.... του είπα. Νοιώθεις τον αέρα που τρέμει τώρα; — Ναι. Και τα δένδρα. Βλέπεις τα δένδρα; — Τα βλέπω. Και τα σύννεφα απάνω. — Και τα σύννεφα, Θεέ μου! — Βλέπεις τα μακρυνά βουνά; — Βλέπω. Ένας σεισμός τα ταράζει. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι, σαν βογγητό ανέμου μέσα στο πένθος του δάσους. — Ο άνεμος κλαίει; — Όχι.

Η ντόνα Έστερ τον βρήκε έτσι, ήρεμο, ακίνητο, κάτω από το χράμι, άκαμπτο. Τον κούνησε, τον φώναξε και μόλις κατάλαβε ότι ήταν νεκρός και ότι τον άφησαν να πεθάνει μόνος, άρχισε να κλαίει γοερά, με ένα βραχνό βογγητό που την τρόμαξε. Προσπάθησε να ηρεμήσει, αλλά δεν μπορούσε∙ λες και μια ψυχή θρηνούσε μέσα της ενάντια στη θέλησή της.

Και όταν τότε ξαναφάνηκε το φεγγάρι και στεκότανε πάνω από το μαύρο σύννεφο και κυλούσε μπρος μου το κύμα με μια φοβερή λαμπρή αντανάκλαση και αντηχούσε· τότε με κατέλαβε φρίκη και πάλι πόθος! Αχ! με ανοικτά τα χέρια στεκόμουνα μπρος στην άβυσσο και η πνοή μου ερχότανε κάτω, κάτω! Τι ηδονή! εκεί κάτω τα βάσανά μου, τα πάθη μου να τα γκρεμίσω! εκεί κάτω να κυλιέμαι με βογγητό σαν τα κύμματα!

Νάναιτο μνήμα μου κεροδοσά μου, Πρωτοπαλλήκαρατην ερημιά.» »Κ' όταν, Λαμπέτη μου, με χωματίσης Έβγατο Τρίκορφο γοργά, γοργά Να πης πως σ' έστειλα να πολεμήσης Πες χαιρετίσματατην κλεφτουριά.» »Εχτές επιάστηκε κ' εκεί τουφέκιτον ύπνο μου άκουσα το βογγητό Εγώ αποσβύστηκα κι' αστροπελέκι Λαμπέτη, μώμεινες εσύ στερνό