Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Είταν, ως φαίνεται, ο Γεώργιος κοινός άνθρωπος της Καππαδοκίας, που με κολακείες και με παρόμοια μέσα κατόρθωσε να πάρη απάνω του την προμήθεια του στρατού. Τόσο όμως ασυνείδητος κι άδικος, που αναγκάστηκε κρύφια να το ξεκόψη. Τόρριξε τότε στα γράμματα, στη ρητορική, στη σοφιστεία. Έγινε τέλος κι Αρειανός.

Η πλόσκα μας δεν είταν άδεια ποτές. Πρι να το φέρω όμως, πρόλαβα κ' έχυσα μέσα και λίγο σπίρτο. Το κρασί έπρεπε να δουλέψη γλήγορα, πρι νάρθη ο γέρος, κι άλλο τρόπο δεν είχε. Τακ τακ έκανε η καρδιά μου να μην έρθη και χτυπήση πρι να μεθύσουνε. Δεν αργίσανε να τα χάσουν. Ο ένας έσκυψε το κεφάλι του μπρος, ο άλλος τόρριξε πίσω και κοίταζε το ταβάνι μουρμουρίζοντας μισά λόγια. Ανοίγω την πόρτα.

Γεμάτος ο Αγαθίας ποιητικές εικόνες. Έγραψε μάλιστα και ποιήματα. Δικηγόρος σπούδαξε κι ο Μέναντρος· πλούσιος όμως όντας δεν πολυσκοτίστηκε, μόνε τόρριξε στο ξεφάντωμα και στα ιπποδρόμια. Και μόλις σαν απέθανε ο Αγαθίας καταπιάστηκε ιστορικές μελέτες κ' έφερε την ιστορία του ως τα 582.

Μα ο πλάτανος βαστούσε γερά. Τότε πλησιάζει ένας από τους σοφούς, και του λέει σιγά·Δε θα καταφέρης τίποτα με το τσεκούρι· ο πλάτανος θέλει δυναμίτη. Αμ' έπος αμ' έργον ο Αριστόδημος. Άρπαξε ένα μασσούρι δυναμίτη, τόρριξε στην κουφάλα του και τ' άναψε. Μάννα μου! τι κακό ήταν εκείνο! Ο γεροπλάτανος έβγαλε ένα βογγητό που πάγωσε το αίμα μου.

Τρίκλωνο δέντρο, που τόρριξε το ποτάμι και το συνεπήρε, κι αφήκε την άχαρη αυτή ρίζα. Μήτε βογκητό δεν ακούγω! μήτε μάννα δε φωνάζουν πια τα χειλάκια τους! Έχουνε δεν έχουνε μάννα, το ίδιο τους κάνει τώρα.

Και δίχως ο πατέρας της να ξέρη, γιατί έτσι το θέλημα ήταν του θεού, — στα σπλάγχα της κρυφά το τέκνο της εκράτησε• μα όταν ήλθ' η ώρα, εγέννησε στο σπίτι της, και το παιδί το επήρε η Κρέουσα, και τόρριξε στην ίδια τη σπηληά, εκεί που μέσα στου θεού το απόχτησε την αγκαλιά, και να πεθάνη τάφησε σε κούνια βαθουλή, σώζοντας των προγόνων της το έθιμο, κ' εκείνου του βασιληά Ερεχθόνιου, που βγήκε από τη γη.

Τι να κάμη ως τόσο, τόρριξε στο κρασί, κ' έτσι σα να μούδιασε η ματωμένη καρδιά του. Ο Δημήτρης ως τόσο σηκώθηκε νάβγη όξω. — Για πού; ρωτούν οι άντρες. — Να δούμε και τι χαμπάρια οι Τούρκοι. — Μα δεν είπαμε να μη δείξουμε πόλεμο; — Κι α δείξουν αυτοί; Κάποιος μας πρέπει να πάη και να δη το τι σκοπούς έχουν. Πηγαίνω εγώ.

Ο Άστυλος τα δεχότανε αυτά· κ' ύστερα τόρριξε στο κυνήγι των λαγώνε, σαν πλουσιόπαιδο, που πάντα διασκέδαζε και που ήλθε στην εξοχή για να δοκιμάση καινούργιες χαρές. Μα ο Γνάθωνας, σαν άνθρωπος που έμαθε μόνο να τρώη και να πίνη ως που να μεθύση, και μη όντας τίποτε άλλο παρά στόμα και κοιλιά κι όσα ήτανε κάτω από την κοιλιά, δεν είδεν αδιάφορα το Δάφνη, όταν έφερε τα χαρίσματα.

Λέξη Της Ημέρας

σαδδουκαίον

Άλλοι Ψάχνουν