United States or Zimbabwe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τας άκουσα να μιλούν σιγά· διηγούντο μεταξύ των ασήμαντα πράγματα, νέα της πόλεως: Πως αυτή πανδρεύεται, πως εκείνη είναι ασθενής, πολύ ασθενής, έχει ξηρό βήχα, τα κόκκαλα φαίνονται εις το πρόσωπόν της και της έρχονται λιποθυμίες· ουδέ λεπτό δεν δίνω για την ζωήν της, έλεγεν η άλλη. Ο Ν.Ν. και αυτός είναι κακά, έλεγεν η Καρολίνα.

Μα ο πλάτανος βαστούσε γερά. Τότε πλησιάζει ένας από τους σοφούς, και του λέει σιγά·Δε θα καταφέρης τίποτα με το τσεκούρι· ο πλάτανος θέλει δυναμίτη. Αμ' έπος αμ' έργον ο Αριστόδημος. Άρπαξε ένα μασσούρι δυναμίτη, τόρριξε στην κουφάλα του και τ' άναψε. Μάννα μου! τι κακό ήταν εκείνο! Ο γεροπλάτανος έβγαλε ένα βογγητό που πάγωσε το αίμα μου.

Και τιμής, και γλυκείας Ελευθερίας και ύμνων Άξια τα έθνη. Στροφή Α Εις τούτον τον ναόν, Των πρώτων Χριστιανών Παλαιότατον κτίριον, Πώς ήλθον; πώς ευρίσκομαι Γονατισμένος; Όλην την Οικουμένην Σκεπάζουν σκοτεινά, Ήσυχα, παγωμένα, Τα μεγάλα πτερά Της βαθείας νύκτας. Εδώ σίγα· κοιμώνται Των Αγίων τα λείψανα· Σίγα εδώ, μη ταράξης Την ιεράν ανάπαυσιν Των τεθνημένων.

Σίγα· εσύ φαντάζεσαι που δεν υπάρχουν άλλες μορφές να του μοιάζουν γιατί δεν έχεις ιδεί άλλους, ειμή αυτόν και τον Κάλιμπαν. Τρελλή κόρη! Σιμά εις το πολύ των ανδρών, τούτος είν' ένας Κάλιμπαν, κ' εκείνοι, σιμά του, άγγελοι. ΜΙΡ. Η αγάπες μας λοιπόν είναι πολύ ταπεινές· εγώ δεν φιλοτιμούμαι να ιδώ καλύτερον άνδρα.

Στολίδια της πρύμης· είπε σιγά· στολίδια καραβιού·πάρτε το. Όλοι χλώμιασαν και χαμογέλασαν σύγκαιρα· όλοι τον κύτταξαν περίλυπα σα νάπαιρνε μαζί του την ελπίδα τους. Οι παπάδες μπήκανε στην εκκλησιά τρεχάτοι, γονάτισαν καταμεσίς και σήκωσαν τα χέρια σε δέηση. Ήμαρτον, Θε μου! μη μας συνεριστής!.... Το πλήθος άρχισε να σκορπά·Μα είσαι βέβαιος, γέρο Προβατά; τον ρώτησε λυπημένα ο Αρλετής.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Σιγά· δεν εκατάλαβα, γυναίκα· ξαναπέ το· Τι λέγει; τι; ευχαριστεί; να 'πανδρευθή δεν θέλει; Δεν είναι υπερήφανη, δεν είν' ευτυχισμένη οπού εκαταφέραμεν, ενώ δεν το αξίζει, να την αρραβωνίσωμεν με ένα τέτοιον νέον; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Δεν είμαι υπερήφανη· ευγνώμων είμαι μόνον. Δι' ένα πράγμα που μισώ 'περήφανη δεν είμαι. Ευγνωμονώ διά κακόν, π' αντί καλού μου κάμνουν.

Ήτον ακόμη στην ίδια θέση, σα να μην είχε τη δύναμη να ξεκινήση. Σε λίγο άρχισε κιανέβαινε σιγά σιγά· κέβηχε ένα μικρό ξερό βήχα. Έπειτα την έκρυψαν τα δέντρα και δεν την έβλεπα πεια· άκουα όμως το βήχα της, ως όπου κιατός έπαψε νακούεται. Τις τελευταίες στιγμές που στεκότανε στη σκιά του δέντρου μούδωκε μια βαθύτατη συγκίνηση, ένα αίσθημα σα θρησκευτικό.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Αφού μάλιστα πάρης κανένα ύπνο, αλλ' έως τότε φοβούμαι ότι δεν θα στέκης καλά. ΛΕΠΙΔΟΣ. Ναι, βέβαια· ήκουσα ότι αι Πυραμίδες των Πτολεμαίων είναι πολύ ωραία πράγματα· αναντιρρήτως το ήκουσα. Μίαν λέξιν, Πομπήιε. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Ειπέ μου σιγά· τι τρέχει; Σήκω, σε παρακαλώ, στρατηγέ· άκουσε να σου 'πώ μίαν λέξιν. ΠΟΜΠΗΙΟΣ. Περίμενε ολίγον. — Πίνω εις υγείαν του Λεπίδου.