Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Μα τέλος πια σα διάβηκαν παλούκια και χαντάκι τρεχάτοι, κι' έπεφαν πολλοί απ' Αχαιών κοντάρια, στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στ' αμάξια χλωμοί του φόβου, τρέμοντας· και στην κορφή της Ίδας ξύπνησε ο Δίας άξαφνα απ' το πλεβρό της Ήρας. 5 Κι' όρθιος πηδάει, και στέκοντας θωράει τα διο τ' ασκέρια, τους Τρώες πούχαν νικηθεί, και πίσω τους Αργίτες που τους βαρούσαν κι' έτρεχε ο Ποσειδός μαζύ τους.
Μα πάρε εσύ στα χέρια σου την κροσσωτή μου αιγίδα, και σκιάζε σκιάζε σιώντας την των Αχαιών τ' ασκέρι. 230 Κι' έχε διπλά, προφυλαχτή, στον Έχτορα τα μάτια, το πάθος του πάντα άναβε στα στήθια, ως που οι Αργίτες τρεχάτοι ως στον Ελλήσποντο να φτάσουν κι' ως στα πλοία. Δική μου απέκει 'ναι δουλιά το τι θα πω ή θα κάνω, ξανά οι Αργίτες για να δουν απ' τον αγώνα ανάσα.» 235
Εκεί από δίπλα πέρασαν τρεχάτοι, κυνηγώντας, φεβγάλα ο άλλος — κι' έφεβγε μπροστά 'να παλικάρι, μα πιο παλικαράς πολύ τον κυνηγούσε πίσω — με βια, τι δα δεν είχανε σφαχτάρι ή βοϊδασπίδι στο μάτι, που βραβεία οι νιοί στο τρέξιμο κερδίζουν, 160 μον έτρεχαν για την ψυχή του ξακουσμένου Εχτόρου.
Ίσως τους έδειχνε το γιαλί όχι όπως είταν εκείνη την ώρα, μα όπως θα γίνουνταν κατόπι. Όσο τους κοίταζε ο μάγος, τόσο έρχουνταν έρχουνταν οι χωρικοί ο ένας απάνω στον άλλονα, χαρούμενοι και τρεχάτοι, στη Μικρόπολη μέσα. Έτσι με τον καιρό έγινε πια κ' η Μικρόπολη Μεγαλόπολη σαν τις άλλες. Έγιναν κ' οι χωρικοί μεγαλοπολίτες. Οι μεγαλοπολίτες είχαν και κείνοι κάμποση δουλειά.
Μα ενόσω αφτή στον Έλυμπο την πάγαιναν τα πόδια, αφτή την ώρα οι Δαναοί μ' αχό δαιμονισμένο κυνηγητοί απ' τον Έχτορα τον αντροφάγο φτάνουν τρεχάτοι ως στον Ελλήσποντο κι' ως στο καραβοστάσι. 150 Μηδ' ήθε σύρουν το νεκρό ως όξω οχ την αντάρα, τι πάλι τους ξανάφτασαν πεζοί κι' αμαξωμένοι κι' ο Έχτορας που θάχε λες αντριά άπιαστη σα φλόγα.
ΖΕΥΣ. Εύγε, Ερμή, ωραία τα κατάφερες• και ιδού αρχίζουν να έρχωνται τρεχάτοι. Λοιπόν παραλάμβανέ τους και δίδε εις τον καθένα θέσιν κατά την αξίαν του, αναλόγως της ύλης ή της τέχνης του.
Έρχονταν να πιάσουν τη θέση τους τρεχάτοι, όσοι έλειπαν, από κάθε τάπια και γωνιά του κάστρου μέσα, κ' εκείνοι που απόμειναν στην πόλη κάτω έτρεχαν απάνω λαχανιασμένοι, βιαστικοί. Ήταν μια πρωινή χαρά Θεού. Γαλάζιος, καταξάστερος ο ουρανός άπλωνε απάνωθε γλυκύτατος.
Μα τέλος πια σα διάβηκαν χαντάκι και παλούκια τρεχάτοι, κι' έπεσαν πολλοί απ' των οχτρών τα χέρια, στάθηκαν τότες κι' έμεναν εκεί κοντά στα πλοία 345 σκούζοντας ένας τ' αλλουνού, και μ' απλωτά όλοι χέρια τον κάθε φώναζαν θεό μ' αντάρα και περκάλια· κι' ο Έχτορας τ' ωριότριχο ζεβγάρι απάνου κάτου γύρναε, λες πλάκωσε Γοργό ή θνητοφάγος Άρης.
Κι' αφτοί τρεχάτοι πήραν δρόμο. 150 Έτσι ήρθαν στη μυριόπηγη κυνηγοβόσκητη Ίδα, κι' ήβραν το Δία στου βουνού την άκρη καθισμένο, στο Ξέφαντο· κι' είχε άλωνα μοσκαχνισμένο γνέφι. Κι' ομπρός σαν ήρθαν στων θεών κι' αθρώπων τον πατέρα, στέκουν και καρδιοχάρηκε, άμα τους είδε, ο Δίας 155 που έτσι τα λόγια τ' άκουσαν της γυναικός του αμέσως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν