Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Πάθαμε εμείς πολλά οι θεοί ως τώρα απ' τους αθρώπους, τα μάτια ο ένας τ' αλλουνού να βγάλουμε ζητώντας. Έπαθε ο Άρης, τότε οι γιοί που τ' Αλωγέα, ο Ώτος 385 κι' ο σκληρό-Φιάλτης, στις τριχιές τον είχαν βαλημένα, κλεισμένο μήνες δώδεκα μες σε κελί χαλκένιο.
Κι' έσκουζε ο κόσμος κι' έδιναν άλλοι αλλουνού το δίκιο, μα οι κράχτες τους περιόριζαν. Κι' οι γέροι καθισμένοι στα μαρμαρένια τους θρονιά στη στρογγυλή πλατέα, κραχτών καλόφωνων ραβδιά στα χέρια τους κρατώντας 505 σηκώνουνταν με τη σειρά να κρίνουν ένας ένας. Κι' είταν στη μέση διο φλουριά βαλμένα, για να πάρει αφτός π' απ' όλους πιο σωστά το δίκιο θα ξηγούσε. 508
Κ' είδες σ' άλλην οικογένεια, που είναι ποιος άρρωστος, ποιος αδύνατος, και κανείς δε δουλεύει, πόση γρίνια και δυστυχία σωριάζεται; Ο καθένας ρίχνει τα λάθη στου αλλουνού τη ράχη, και δε βοηθούνται αναμεταξύ τους, και μαλώνουν ατέλειωτα. Έτσι και το έθνος. Είναι μιαν οικογένεια από κοινότητες.
Κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει: «&Μην ανακατεύεσαι ποτέ στες δουλιές του αλλουνού!&» Διαβάζοντας τη συμβουλή, μετάνοιωσε πάλι, γιατί την προτίμησε από τα εκατό φλωριά, αλλά δε μπορούσε να κάνη αλλοιώτικα, και ξανασυμφώνησε πάλι γι' άλλα εφτά χρόνια να μεταξαναδουλέψη τον αφεντικό του για εκατό πάλι φλουριά κι' έτσι ματαξαναμπήκε πάλι στη δουλειά....
Και κάποτε πετούσαν ο ένας στον άλλο μήλα και κτένιζαν ο ένας του αλλουνού το κεφάλι, κάνοντας χωρίστρα τα μαλλιά τους. Η Χλόη παρομοίαζε τα μαλλιά του με σμέρτα, επειδή ήτανε μαύρα, κι ο Δάφνης το πρόσωπο της Χλόης με μήλο, επειδή ήτανε λευκό και ρόδινο.
Όσο και να δυστυχάη, Όποτε άθρωπος μετράει Μ' αλλουνού ομιοπαθή του Την πικρή κατάστασί του, Και παρατηράει την ξένη 895 Πλιο πολύ βασανισμένη, Βρίσκει τότες κάπια αιτία Την πολλή φιλοτιμία Της καρδιάς του να ησυχάση, Τα δεινά του να ξεχάση. 900 Του δειλού και φοβιτζιάρη Λείπει ελευθεριάς η χάρι, Και στον κόσμον όσο ζη, Οχ το δυνατώτερό του Σκλάβος σέρει το ζυγό του 905 Με τους φόβους του μαζί.
Σπασμωδικά έπιασε ο ένας το χέρι του αλλουνού και τα δάκρυά μας τρέξανε όχι από πόνο, μα από χαρά που ξανακούσαμε τη φωνή της. Από τη στιγμή αυτή ήξερε πως καθόμαστε κει. Από τη στιγμή αυτή κάθε μορφασμός, κάθε κίνηση είταν κ' ένας αποχαιρετισμός. Όταν άκουγε τη φωνή μας, άνοιγε τα βλέφαρα σαν το Σβεν μια φορά, και μπορέσαμε κ' είδαμε πως μας γνώριζε κ' αιστανότανε τα χάδια μας.
Όσο και να δυστυχάη Όποτε άνθρωπος μετράει Μ' αλλουνού ομιοπαθή του Την πικρή κατάστασί του, Και παρατηράει την ξένη Πλιο πολύ βασανισμένη, Βρίσκει τότες κάπια αιτία Την πολλή φιλοτιμία Της καρδιάς του να ησυχάση Τα δεινά του να ξεχάση. Του δειλού και φοβιτζιάρη Λείπει ελευθεριάς η χάρι, Και στον κόσμον όσο ζη, Οχ το δυνατώτερό του Σκάλβος σέρει το ζυγό του Με τους φόβους του μαζί.
Αφτοί σαν είδαν τη Λενιό π' ανέβαινε τον πύργο, μίλησε ο ένας τ' αλλουνού αγάλια αγάλια κι' είπε 155 «Όχι! για πλάσμα σαν κι' αφτή δεν είναι κατηγόρια τόσον καιρό που σφάζονται οι Δαναοί κι' οι Τρώες! Αλήθια αθάνατη θεά λες είναι σαν τη βλέπεις.
Κανένας μας δεν καταλάβαινε την καρδιά του αλλουνού. Σε λίγο αναστέναξε, τράβηξε πάλι το τσιμπούκι, πέταξε ένα σύννεφο στο νταβάνι και μου είπε: — Άκουσε να σου πω μιαν ιστορία... — Άνοιξέ μου την καρδιά σου, Καπετάν Γιάννη. Πες μου τα όλα. Ποιος το ξέρει; Κι' ο φονιάς έχει καμμιά φορά το δίκηο του. Κ' οι ένορκοι ανθρώποι είνε σαν εμάς. Μπορεί να σε γλυτώσωμε. — Δε θέλω να γλυτώσω, είπε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν