Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Η σκηνή παρατείνεται πέραν του μεσονυκτίου, τοιαύτη οποία ήρχισε· τελειόνει δε διά περιέργου χαιρετισμού ανταλλασσομένου μεταξύ του υποψηφίου και των κομματαρχών του. Ούτος μεν προ πάσης χειραψίας εξάγει την χείρα εκ του θυλακίου του, έκαστος δε των απερχομένων εισάγει μετά την χειραψίαν την χείρα του εις το ιδικόν του θυλάκιον. Και ο συμβολικός ούτος αποχαιρετισμός επαναλαμβάνεται εικοσάκις.
Εξεκένωσαν τότε και δευτέραν φοράν τα όπλα των οι οπλοφόροι, άτινα αντήχησαν πενθίμως επί της λείας επιφανείας της θαλάσσης, αποχαιρετισμός ηχηρός προς τους απομακρυνομένους ληστάς και τας φευγούσας ελπίδας των. — Αιωνία των η μνήμη! είπεν ο δήμαρχος. Τι άλλο να είπη; Και θέλων να διασκεδάση την θλίψιν του ηγουμένου ηρώτησεν ολίγον ατόπως: — Τάλληρα ήτανε, γέροντα, ή λίρες;
Άλλοι επεδείκνυον τους ποιητικούς θησαυρούς της μνήμης των και διά ν' απαντούν, ήρχιζαν με την λέξιν εις την οποίαν ετελείωνεν ο προηγούμενος. Την στιχομυθίαν έπειτα ηκολούθουν και διεποίκιλλον περιπαθείς περικοπαί του «Ερωτοκρίτου», μάλιστα δε ο αποχαιρετισμός της Αρετούσας. Ο Μανώλης ήτο εκεί. Ακουμβημένος εις έν παράθυρον, εφαίνετο σύννους και μελαγχολικός.
Αν αι πανδήμως ωραίαι και κατανυκτικαί αύται λέξεις εξηνέχθησαν κατά την ευκαιρίαν ταύτην, ως αυστηρός και θλιβερός αποχαιρετισμός προς το δημόσιον κήρυγμά Του εν τη χώρα ην ηγάπα, αδυνατούμεν να είπωμεν· αλλά βεβαίως η ψυχή Του ήτο ακόμη πλήρης λύπης επί τη απιστία και σκληροκαρδία, επί ταις εσκοτισμέναις διανοίαις και τη διεφθαρμένη συνειδήσει εκείνων οίτινες δεν άφινον ούτω δι' Αυτόν την δύναμιν να πατήση τον πόδα εις την γενέθλιον χώραν Του.
Σπασμωδικά έπιασε ο ένας το χέρι του αλλουνού και τα δάκρυά μας τρέξανε όχι από πόνο, μα από χαρά που ξανακούσαμε τη φωνή της. Από τη στιγμή αυτή ήξερε πως καθόμαστε κει. Από τη στιγμή αυτή κάθε μορφασμός, κάθε κίνηση είταν κ' ένας αποχαιρετισμός. Όταν άκουγε τη φωνή μας, άνοιγε τα βλέφαρα σαν το Σβεν μια φορά, και μπορέσαμε κ' είδαμε πως μας γνώριζε κ' αιστανότανε τα χάδια μας.
Όλα έξω μου και μέσα μου γίνανε τόσο θεόρατα ψηλά και μεγάλα, ώστε μου φαινότανε πως δεν μπορούσα να φτάσω τίποτε. Δεν είτανε καμιά παρηγοριά σ' αυτά παρά μόνο ένας απελπισμένος αποχαιρετισμός. Μα προχωρούσαν οι ώρες κ' ήρθε πια η στιγμή της ακατανίκητης κόπωσης, όταν κλείνουνε τα μάτια και τα χέρια δένουνται σε μια μόνη προσευχή: Πώς να τελειώνανε όλα.
Βήμα αντηχούν υπό τους θόλους τούτους, μη όντος ορατού του βαδίζοντος, ήθελεν εκληφθή ως ηχώ υπάρξεως πάλαι εκλιπούσης. Πνοή τυχαία ακουομένη περί τα υγρά ταύτα τείχη ήθελε νομισθή ως ύστατος αποχαιρετισμός ψυχής απελθούσης εις την αιωνιότητα, και μυστικόν παράπονον νεκρού, εις ον είνε λίαν στενή η ορισθείσα αυτώ κατοικία.
Για την Έλσα όλα αυτά είταν ένας αποχαιρετισμός, καθώς πλησίαζε πάντα περσότερο να περάση εκείνα τα σύνορα, οπόθε δεν ξαναγυρνά κανένας. Εμένα μου φαινότανε σα μάταια ελπίδα πως θα ξανάρχιζε πάλι η ζωή μας και πως η γυναίκα μου θα ξαναγύριζε σε με, σε όλους μας, στη ζωή την ίδια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν