United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν συλλογίζεσαι, πως πνιγόμεθα εις τα χρέη, πως έχεις τρεις αδελφές, πως η Ολγίνα είναι πειά μεγαλοκοπέλα· πως αν δεν γίνη ο γάμος σου με την πριγκηπέσσα, δεν θα γίνη και ο δικός της με τον Θέμο. Πού θάβρη ο πατέρας σου της τέσσερες χιλ. λίρες, που του υποσχέθηκε.

Κατ' εκείνας τας ημέρας έφθασεν επιστολή εξ Αμερικής. Ο Θανάσης έγραφεν ότι είνε καλά, και ότι ολίγον ακόμα θ' αργήση να έλθη διά να φέρη πολλές λίρες. Παρήλθον χρόνοι. Ο Θανάσης έλειπεν ήδη εις την Αμερικήν, και θα ήτο πλέον ή 35 ετών ήδη. Η αδελφή του είχεν υπερβή το εικοστόν. Και τέλος δεν είχε μεγαλώσει πολύ, και η μήτηρ της έτρεφε πεποίθησιν ότι δεν θα εβράδυνε πολύ η τύχη της κόρης να έλθη.

Όλες είταν χαρούμενες. Είχαν δεχτή καλά γράμματα, και λίρες, και χαρίσματα, και φιλιά και παρηγοριές κ' ελπίδες, άλλες απ' τα παιδιά τους, άλλες απ' τ' αδέρφια τους, άλλες απ' τους άντρες τους, ύστερα από τόσους μήνες χωρίς μαντάτα και γράμματα.

Σε δυο μήνες λαβαίνω ένα γράμμα από το Κεϊπτάουν με τρεις λίρες. «Δουλειές δεν έχει, πατέρα, μούγραφε ο Μιχαληός. Κάνω εδώ ένα κουτσοεμπόριο στο πόδι, όσο για το ψωμί. Ο Θεός ξέρει πώς οικονόμησα αυτές τις τρεις λίρες. Κάνετε υπομονή και πάλι εδώ είμαι». Πέρασαν μήνες· τίποτε, ούτε γράμμα, ούτε να μάθωμε αν ζη για πέθανε ο Μιχαληός.

Κ' εκάλεσε τον αδελφό και χωριστά του λέει: — Βουλιούμαι, αγαπημένε μου, 'ς τα ξένα να μισέψω, Να διαπεράσω τα βουνά, να πάω σε ξένον κόσμο, Και να γυρίσω με καιρό, με χρόνια και με μήνες Με γρόσια στο δισάκι μου και λίρες 'ςτο κιμέρι. Σ' αφίνω την γυναίκα μου την πολυαγαπημένη. Να την κυττάς σαν αδερφή, σαν αδερφή δική σου.

Είναι για το μαύρο μεταξωτό της μητέρας. Όταν παντρευθώ θα βάζω όλο αληθινές νταντέλες εις τα φορέματα μου. Λ έ λ α. Βέβαια! Γι αυτό σας χρειάζονται τα εκατομμύρια της πρηγκιπέσσας. Ο λ γ ί ν α. Τι είναι πάλι αυτό; ψούνια καινούργια. Ο λ γ ί ν α. Αξίζει πέντε λίρες. Έπειτα αν θέλη η μαμά, την πέρνει, αν δεν θέλη... Σκηνή Γ'. Μαμά, την έφερεν ο Αρμένης σου και θα ξαναπεράση να μάθη, αν την θέλης.

Ναι, βλάκα, θα σου το δώσω το σκούδο∙ και δέκα και εκατό θα σου δώσω, εάν θέλεις, όπως δίνω σε πιο καθωσπρέπει ανθρώπους από σένα, στις κυράδες σου, στους ευγενείς και τους συγγενείς των Βαρόνων, αλλά τις μούντζες θα σου τις δίνω πάντα, όσο θα είσαι ηλίθιος, δηλαδή μέχρι που να πεθάνεις…. Πάντα θα σου τις δίνω…Και πήγε να πάρει πέντε ασημένιες λίρες.

Έννοια σου, κ' η τιμή τιμή δεν έχει... Είνε τιμημένες, λέει, τιμημένες, κυρά μου... Κ' έχει τιμολόγιο, μαθές, η τιμή; Μία γροσάρα, ένα μπεσλίκι, ένα εξάρι, ένα εικοσάρι, μια λίρα, ως πόσα έχει; Ένα λιμοκοντόρο, ένα διπλό, ένα τάλλαρο, ένα εικοσιπεντάρικο, ένα κατοστάρικο, παραπάνω, πόσα έχει;... Να σου πω εγώ πόσα έχει... Εκατό χιλιάδες χάρτινες δραχμές η αρχόντισσα της Αθήνας, εκατό χιλιάδες λίρες η αρχόντισσα της Πόλης η πιο μεγάλη χανούμισσα, ένα εκατομμύριο λίρες η εφτακρατόρισσα, δέκα εκατομμύρια η Σουλτάνα...

Μα δεν έχομε τα έξοδα. «Τα έξοδα βρίσκονται, μου είπε. Σ' ένα χρόνο μέσα θα τα βγάλης. Ας είνε καλά ο Μιχαληός! Να σου βρω εγώ, Νικόλα παιδί μου. Δεν έχω κ' εγώ, μα γιατί σ' αγαπώ και σε λυπάμαι, θα πάρω από το μπατζανάκη μου να σου δώσω...» Σήκωσα είκοσι λίρες κ' έβαλα το σπίτι υποθήκη. Αυτό μούμενε. Έφυγε ο Μιχαληός με το καλό.

Στη Μητρόπολη, όπου ξεφόρτωσαν τον νεκρό κι' όπου παραβρέθηκαν κι' αντιπρόσωποι της Αρχής, έγεινε σωματική έρευνα και βρέθηκαν απάνω του διακόσες τόσες λίρες κ' ένα γράμμα της γυναίκας του, κι' απ' αυτό το γράμμα γνωρίστηκε ποιος είταν ο σκοτωμένος κι' από ποιο χωριό κατάγονταν.