United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο λιπόθυμος, αδρανές σώμα, ωχρός και μόλις αναπνέων. Οι άνδρες τον έλυσαν, τον επλάγιασαν υπό τον σχοίνον, του έδωκαν να πίη ρούμι, τον έβρεξαν με νερό. Ευτυχώς δεν εβράδυνε να συνέλθη. Η Ψαρή ήτο εκεί, και τον εζέσταινε με την πνοήν της. Η Στέρφα ίστατο ολίγον παραπέρα, και εκύτταζεν ηλιθίως. Η θειά-Αρετώ εθαύμαζε, και έλεγεν ακόμη·Τι αποκοτιά! τι αποκοτιά!

Νεκρός ίππος έμελλε να πρωταγωνιστήση κατά την πανήγυριν της νυκτός εκείνης, ουδ' εβράδυνε να εμφανισθή επί της σκηνής, συρόμενος διά σχοινίων μέχρι του κέντρου του αμφιθεάτρου υπό τεσσάρων τω συνοδευόντων ημάς χωρικών.

Αλλ' εν τούτοις δεν ηδύνατο να εννοήση διατί ο γαμβρός της εβράδυνε τόσον, αφού είχεν εκκινήσει από του χωρίου μίαν ώραν προ αυτής, αφού αυτή είχεν έλθει από τον ίδιον δρόμον τον συνήθη, δι' ου πάντοτε ήρχοντο. — Από κει που αραδίζομε πάντα, παιδάκι μου, έλεγεν εις την κόρην της, τι θελά πάθη; Τ' ήταν αυτό; — Μην ήτο πιωμένος κ' έπεσε πουθενά με τα χιόνια;

Η λεωφόρος ήτο ευτυχώς έρημος περιπατητών, και η κυκλούσα γοητευτική ερημία εβράδυνε το βήμα ημών χωρίς να το θέλωμεν.

Κατ' εκείνας τας ημέρας έφθασεν επιστολή εξ Αμερικής. Ο Θανάσης έγραφεν ότι είνε καλά, και ότι ολίγον ακόμα θ' αργήση να έλθη διά να φέρη πολλές λίρες. Παρήλθον χρόνοι. Ο Θανάσης έλειπεν ήδη εις την Αμερικήν, και θα ήτο πλέον ή 35 ετών ήδη. Η αδελφή του είχεν υπερβή το εικοστόν. Και τέλος δεν είχε μεγαλώσει πολύ, και η μήτηρ της έτρεφε πεποίθησιν ότι δεν θα εβράδυνε πολύ η τύχη της κόρης να έλθη.

Μόνος ο οικίσκος του Μελοπούλου διετήρει ακόμη την ζωηρότητά του· διότι από της ημέρας των γάμων εβράδυνε πάντοτε εις την εξέγερσιν, ως νωθρός εργάτης εξακολουθών την αυτήν απεργίαν και μετά την λήξιν των εορτασίμων ημερών.

Είχε παραλάβει τους ομήρους του βασιλέως των Πάρθων περί των οποίων ο Αυτοκράτωρ δεν εφρόντιζε πλέον διότι ο Αντίπας, παρών εις την σύσκεψιν, διά να δείξη ικανότητα, απέστειλεν αμέσως αγγελιοφόρους διά να φέρωσι την είδησιν. Αυτό ήτο το αίτιον του ασπόνδου μίσους των και διά τον αυτόν επίσης λόγον εβράδυνε να του στείλη επικουρίας. Ο Τετράρχης ετραύλιζε δικαιολογούμενος. Αλλ' ο Αΰλος είπε γελών.

Πολύ όμως διάφορος ήτο η εντύπωσις, την οποίαν επροξένησεν η μετένδυσις εις την Λάμιαν, ήτις από της ημέρας εκείνης ουδέν άλλο ωνειρεύετο παρά ν' απαρνηθή κ' εκείνη το πάτριον τσεμπέρι και κοντογούνι. Ουδ' εβράδυνε να μεταβή από τους λόγους εις τα έργα ή μάλλον εις τα εμπορικά προς προμήθειαν του πρώτου υλικού της μεταμορφώσεως.

Η δας δεν είνε μόνον διά να καίη, αλλά και διά να φωτίζη· το ζήτημα είνε πώς να γνωρίζη τις από πού να την κρατή. Οσάκις οι φιλόσοφοι έκλαυσαν διά τας συμφοράς του κόσμου, και ο κόσμος δεν εβράδυνε να κλαύση διά τας ιδικάς των·

Εκείνο που εγνώριζεν ασφαλώς ο Σαϊτονικολής ήτο ότι η Κρήτη, πριν να την πάρουν οι Φράγκοι και οι Τούρκοι από τους Φράγκους, ανήκεν εις τους Χριστιανούς και οι Χριστιανοί πάλι θα την έπαιρναν. Και τούτο δεν θα εβράδυνε να γίνη. Από στιγμής εις στιγμήν ηναγκάζοντο να παραμερίζουν διά να διέρχωνται χωρικοί έφιπποι, οίτινες παρήρχοντο μένα χαιρετισμόν ή με μίαν φράσιν.