United States or Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υπάρχουσιν όμως ρώθωνες, — και τοιούτους έχουσι δυστυχώς αι ρίνες αι νεοελληνικαίοι ευαρέστως οσφραινόμενοι και αυτής της χονδροειδεστάτης κολακείας το πυκνόν και ασφυκτικόν θυμίαμα, χωρίς καν να πταρνίζωνται, πλήρη δε και αδιάσειστον έχοντες την πεποίθησιν, ότι ο υπ' αυτούς καιόμενος λίβανος είνε προσήκων και οφειλόμενος φόρος εις το τηλαυγές πρόσωπον, ούτινος έχουσι και αυτοί την τιμήν ν' αποτελώσι μέρος.

Ανήκομεν απ' αρχής εις την σχολήν, η οποία πρεσβεύει ότι η γραπτή γλώσσα, δια να εκπληρώση τον προορισμόν της, δεν πρέπει να διαφέρη ουσιωδώς από την κοινώς ομιλουμένην· και εις αυτήν την αρχαίαν πεποίθησίν μας εμμένομεν αφού βλέπομεν ότι η δημοτική γλώσσα, η οποία προ πολλού είχε εγκαταλειφθή εις την ορφανίαν της, ήδη με αυτόματον δύναμιν επεβλήθη εις τα ποιητικά πνεύματα τόσον γενικώς ώστε ήδη αφαίρεσε από την σχολαστικότητα την επικράτειαν του αισθήματος και της φαντασίας, είναι δε πιθανόν ότι, αν λάβη την απαιτουμένην διάπλασιν, θέλει αποβάλη την συστηματικήν γλώσσαν των λογίων, την καθαρεύουσαν, και από την επικράτειαν του λόγου.

Ούτω λοιπόν η θειά-Ζωίτσα μετά τον θάνατον του συζύγου της ευρέθη άνευ κινητής περιουσίας, με την ασήμαντον προίκα της, τας δύο θυγατέρας, και τας βαρβάρους ενοχλήσεις του δανειστού, ένεκα των οποίων πολλάκις ηναγκάσθη, με όλην την πεποίθησιν ην είχεν εις το δίκαιόν της, να καταφύγη εις την συμβουλήν του μόνου δικολάβου της κώμης, φέρουσα και μίαν παχείαν όρνιθα, ίνα ερωτήση αν πραγματικώς η προιξ δεν κατάσχεται.

Έπειτα, όση και αν ήτο η μετριοφροσύνη μου, δεν ηδυνάμην να μη εχω πεποίθησίν τινα εις τα ιδικά μου έκτακτα συζυγικά προσόντα, την συγκατάβασιν, την υποκρισίαν, την υπομονήν μου, την αποχήν από πάσαν απαίτησιν και την πρόθυμον πληρωμήν παντός λογαριασμού.

Ο Λαλεμήτρος είνε μεγαλέμπορας, και πάειτην Σύρα, να ψωνίση. Αλλ' οι γείτονες είνε οχληροί πάντοτε, όταν δ' εσχημάτισαν την πεποίθησιν ότι ο Λαλεμήτρος δεν θα επανέλθη, έγειναν αυθάδεις· ήρχισαν να διαδίδωσι πολλά, ότι εμάλωσε με την πενθεράν του, ότι εμουφλούζεψεν, ότι άφησε την γυναίκα του, ότι πάγει πάλιν εις την Αμερική και έλεγον προς την γραίαν μετά σαρκασμού: — Πες αλεύρι;

Άμα ενόησαν τούτο οι παρόντες πρέσβεις των Μυτιληναίων και οι εν Αθήναις φίλοι των, παρεσκεύασαν τους άρχοντας ούτως ώστε να σκεφθούν και πάλιν περί του πράγματος τούτου· τους έπεισαν δε ευκόλως· διότι και οι άρχοντες ούτοι είχαν πεποίθησιν ότι οι πλείστοι των πολιτών επεθύμουν να κάμουν δευτέραν διάσκεψιν. Σχηματισθείσης λοιπόν της εκκλησίας αμέσως, ο καθείς επρότεινε την γνώμην του.

Νομίζει ότι πρέπει να εκτελέση το έργον, αποφασίζει να το πράξη, κατακρίνει τον εαυτόν του διότι δεν το πράττει, αλλά ένας νόμος ανέκφραστος, βαθύτερος και δυνατώτερος παρά την πεποίθησιν τον κρατεί.

Εταίρος Κοντεύεις, Σωκράτη, ή να μη με νομίζης φίλον σου ή, εάν με πιστεύης και θέλης να είμαι φίλος σου, να μη έχης πεποίθησιν εις τον Ίππαρχον. Επειδή μ' ό,τι και να είπης, ποτέ δεν θα πεισθώ ότι δεν θέλεις να με εξαπατάς με τον ένα ή με τον άλλον τρόπον. Σωκράτης Πολύ καλά.

Πώς να αναμιχθή εις τα πράγματα του κόσμου, οπού τα πάντα είναι κακά; προς τι να εκδικήση την αδικημένην αρετήν, οπού αρετή δεν υπάρχει; πώς θα έχη την διάθεσιν να αποκαταστήση την σαλευομένην ηθικήν τάξιν, αφού έχει την πεποίθησιν ότι αυτή εξέλιπε διά πάντοτε;

Έτρεφε πεποίθησιν εις την Λιαλιώ, ότι δεν ήτο ικανή, καθώς είπεν η ιδία, να προδώση την τιμήν του, αλλά και πάλιν, τις οίδε! Τις δύναται να εξιχνιάση της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας τα μυστήρια; Eγνώριζε την ασθενικήν και oνειροπόλον προδιάθεσίν της και την μεγάλην και βαθείαν νοσταλγίαν της.