United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Ο Αμλέτος δεν γνωρίζει διατί αναβάλλει· δεν είναι φόβος· ίχνος φόβου δεν αναφαίνεται εις όλην την πορείαν του· αλλ' αυτός κρατεί τον εαυτόν του, διότι έχει μίαν σκοτεινήν, ανεξήγητον, αόριστον πεποίθησιν ότι ευκαιρία κατ' εξοχήν κατάλληλος θα του παρουσιασθή.

Όσον αλγεινή και αν υπήρξεν η σκηνή αύτη εις την καρδίαν του Σωτήρος, τουλάχιστον ως ανακούφισις ήτο η συμπαθής αύτη απαλλαγή και άφεσις, άφεσις, ως δυνάμεθα να έχωμεν πεποίθησιν, διά την αιωνιότητα, όχι μόνον διά τον χρόνον, την οποίαν εχάρισεν εις μίαν ένοχον ψυχήν.

Δεν πειράζει, λέγει ο ανυπομονήσας να περάνη οπωσδήποτε το έργον του και ατελές παραδίδων αυτό εις τον παραλαμβάνοντα, πεποίθησιν έχων αδιάσειστον, ότι το δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι εκείνο καλύπτει πάσαν της εργασίας του ατέλειαν.

Αλλά και ο Μανώλης ήρχιζε νανησυχή, όταν μάλιστα είδεν ότι οι γονείς του απέφευγον να δώσουν σαφή εξήγησιν εις τας ερωτήσεις του. Ναι μεν δεν ηδύνατο να φαντασθή δέσιμον χωρίς σχοινί, είχε δε πεποίθησιν ικανήν εις τας δυνάμεις του ώστε να μη φοβήται τοιούτον εξευτελισμόν, αλλ' η ανάμιξις της μαγείας περιέβαλλε την απειλήν του Τερερέ με δύναμιν μυστηριώδη.

Είχε πάθει ολίγον την υγείαν, έγραφε, κ' έχει πεποίθησιν ότι το αέρι της πατρίδος θα τον κάμη καλά. Θα έφερε μαζί του και όλας τας μικράς οικονομίας του. Δεν εκιτρίνισαν μόνες η λίρες τόσα χρόνια εις τα κλίματα της Νοτίου Αμερικής, όπως έλεγεν άλλοτε ο μαστρο-Στεφανής· εκιτρίνισε κι' ο ίδιος ο Θανάσης, ο υιός του.

Αλλ' αι καρδίαι των ήσαν πλήρεις ελπίδων περί της δόξης του Μεσίου· ήσαν τόσον προκατειλημμένοι με την πεποίθησιν ότι τώρα η βασιλεία του Θεού έμελλε να έλθη εν όλη αυτής τη λαμπρότητι, ώστε η προφητεία παρήλθε δι' αυτούς ως κενός ήχος· δεν ηδύναντο ουδέ ήθελον να εννοήσωσι.

Κατενόει ότι δεν ηδύνατο να ζήση πλέον ούτω μεταξύ των χωρικών κ' έλαβεν απόφασιν να πάγη μόνη να συναντήση τον Μήτρον και διά παρακλήσεων είτε δι' απειλών εν ανάγκη, να τον πείση ν' αλλάξη τόπον βοσκής. Είχε πεποίθησιν ότι θα το κατώρθωνε. Διό την τρίτην ημέραν, μόλις ηγέρθη του ύπνου, ητοιμάσθη προς εκτέλεσιν του σκοπού της.

Αφού δε του είπεν ο Σμυρνιός ότι του χαρίζει την Ζερβοδοπούλαν, επίστευσεν ότι την εχάριζε πραγματικώς. Όσον διά την εντροπήν του αυτήν την εκάλυψε το σκότος της νυκτός. Το σπουδαίον ήτο ότι τώρα το Μαρούλι ήτο δικό του. Με την πεποίθησιν δε αυτήν εμονολόγει: — Κ' εδά πού θα μου πας; πού θα μου πας, Μαρούλι;