United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βουλίδια , τα χαλάσματα του βουλιασμού των Κάστρων. — Βάβυσμα , αλύχτισμα σκύλλων· βαβύζω αλιχτάω, γαυγίγωΒοσκοτόπια , οι τόποι της βοσκής, τα λειβάδιαΒαλαντούμαι =δέρομαι από έρωτα, αγαπώ πάρα πολύΒέργα και βεργί =το ραβδί· λέγεται και η βέργα του αργαλιού και του ντουφεκιού. — Βαρκός τόπος = βαλτώδης, βάλτος. — Βαρβάτο το μη μουνουχισμένον κριάρι ή τραγί το οποίον λέγεται και γκεσέμι . — Βάξτεβρίστε, σκούξτε. — Βίγλα μέρος υψηλόν, σκοπιά και βιγλίζω , κατασκοπεύω, δοκιμάζω.

Και άμα τον λόγον άκουσε κινήθη ο χοιροτρόφος, σιμά του εστάθη κ' είπε του• «Ω ξένε μου πατέρα, η Πηνελόπ' η φρόνιμη σε προσκαλεί, η μητέρα του Τηλεμάχου, ότ' η ψυχή, και πικραμένη ως είναι, την βιάζει ως προς τον άνδρα της κάτι να σ' ερωτήση. 555 και, ανόσα ειπής σ' εύρη αληθή, χλαμύδα και χιτώνα θε να σ' ενδύση, και απ' αυτά μεγάλην έχεις χρεία• και την κοιλία δύνασαι γύρου ψωμοζητώντας να βόσκης, και όποιος βούλεται ψωμί θέλει σου δώση».

Κατενόει ότι δεν ηδύνατο να ζήση πλέον ούτω μεταξύ των χωρικών κ' έλαβεν απόφασιν να πάγη μόνη να συναντήση τον Μήτρον και διά παρακλήσεων είτε δι' απειλών εν ανάγκη, να τον πείση ν' αλλάξη τόπον βοσκής. Είχε πεποίθησιν ότι θα το κατώρθωνε. Διό την τρίτην ημέραν, μόλις ηγέρθη του ύπνου, ητοιμάσθη προς εκτέλεσιν του σκοπού της.

Πρώτον μεν αγαπούσαν και εφέροντο ως φίλοι μεταξύ των ένεκα της ερημίας, έπειτα δεν ήτο περιζήτητος η τροφή των με κινδύνους. Διότι δεν υπήρχε έλλειψις βοσκής, εκτός ίσως εις ολίγους εις την αρχήν, η οποία βεβαίως ήτο ο κυριότερος πόρος της ζωής των την εποχήν εκείνην.

Έβγα να βόσκης πρόβατα μαζί μου στο λιβάδι, ν' αρμέγης γάλα και μ' αυτό χλωρό τυρί να πήζης μ' εκείνη την τραχειά πιτυά που θε να ρίχνης μέσα. Μένα μου φταίγ' η μάννα μου κ' εγώ μαζί της τάχω, που ενώ με βλέπει πιο αχαμνό μέρα με την ημέρα, ποτέ δε σου ξεστόμισε λόγο καλό για μένα.

Ήτανε κοντά ώρα της αγογιοματινής βοσκής κι ο Δάφνης, αφού ανάντεψε από ψηλή ραχούλα τα κοπάδια και τη Χλόη κ' εφώναξε δυνατά «ώ Νύμφες και Πάναέτρεξε κάτου στον κάμπο· και σαν αγκάλιασε τη Χλόη και λιγοψύχησε έπεσε χάμω.

Τον έπαιρνε λοιπόν στην αγκαλιά της, και μέσ' στα χάδια τού λεγε και μέσα στα φιλιά της: «Όταν μεγάλος θα γενής, θα μου πηγαίνης τακτικά» μ' αμάξια σαν τον Μεγακλή, με ρούχα όλ' αρχοντικά». Κ' εγώ του έλεγ' από κει: «Αχ! να σε ιδώ μια μέρα ντυμένον του πατέρα »το αρνιακό, κι' όπως αυτός έτσι και συ τα ίδια »εις του Φελλέα το βουνό να πας να βόσκης γίδια». Όμως, αυτός δεν τάκουσε τα λόγια τα δικά μου, κ' η αλογοαρρώστια του μου τρώει τα χρήματά μου.

Και αμέσως προς την πορθητήν ωμίλησε Οδυσσέα• «Θα θελες, ξένε, αν σ' έπαιρνα, εργάτης μου να γείνης εις κάποιαν άκρην εξοχής, και θα 'χης τον μισθό σου, λίθους να φέρης για φραγμό και δένδρα να φυτεύης• αυτού τροφή θα σου 'διδα ποτέ να μη σου λείπη, 360 και θα 'χες τα ενδύματα και τα υποδήματά σου. αλλά τώρα κακόμαθες, να εργάζεσαι δεν θέλεις, αλλά σ' αρέγει ελεεινά να σέρνεσαιτην πόλι, να βόσκης με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία».