United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της μιλούσα, χίλια της έλεγα λόγια γλυκά, λόγια που μήτε τάκουσε, μήτε τα ονειρεύτηκε ίσως. Είταν τώρα διακοπές, καλοκαίρι. Κεριακή βράδυ, χαρά Θεού. Ο ήλιος έγερνε και περεχούσε ταψηλοχτισμένο χωριό με χρυσοκόκκινη αναλαμπή. Η θάλασσα κοιμότανε σα να τη μέθυσε το γλυκό καλοκαίρι. Τα πουλιά κελαϊδούσανε στα περιβόλια, σα να μάλλωναν ποιο να πρωτοπάρη το καλλίτερο το κλωνί για κρεββάτι του.

Πήγε κι ο Ηρώδης ο Αττικός μια φορά στη Σμύρνη να τον ακούση. Την πρώτη μέρα έγινε, λέει, ο Πολέμωνας «Δημοσθένης» και τάβαλε με τον ρήτορα Δημάδη. Θέμα της δευτέρας μέρας είταν «η των τροπαίων κατάλυσις», και της τρίτης «η της Αθηναίων δημοκρατίας αποκατάστασις». Και σαν τάκουσε όλ' αυτά ο Ηρώδης το θάρρεψε χρέος του να του στείλη ανταμοιβή 150 χιλιάδες δραχμές αττικές.

Τον έπαιρνε λοιπόν στην αγκαλιά της, και μέσ' στα χάδια τού λεγε και μέσα στα φιλιά της: «Όταν μεγάλος θα γενής, θα μου πηγαίνης τακτικά» μ' αμάξια σαν τον Μεγακλή, με ρούχα όλ' αρχοντικά». Κ' εγώ του έλεγ' από κει: «Αχ! να σε ιδώ μια μέρα ντυμένον του πατέρα »το αρνιακό, κι' όπως αυτός έτσι και συ τα ίδια »εις του Φελλέα το βουνό να πας να βόσκης γίδια». Όμως, αυτός δεν τάκουσε τα λόγια τα δικά μου, κ' η αλογοαρρώστια του μου τρώει τα χρήματά μου.

Μ' αν εχόλιασε γι' αυτό εγώ τι φταίω; Ήμουν άπραγη σε τέτοια. Κι όχι εγώ μονάχα μα κι ο μακαρίτης που τάκουσε ανατρόμαξε· κ' οι δικοί μας που τόμαθαν έκαμαν το σταυρό τους. Κάψαμε λιβάνι, ανάψαμε κεριά, διαβάσαμε αγιασμό για να διώξουμε όχι κείνο μα τους δαιμόνους που κολάζουν τις άδολες ψυχές.

Κι απάνω απάνω στου Κολοσσού την κορφή μεγάλη κατάλευκη Εκκλησιά, κι απάνω στην Εκκλησιά το Καμπαναριό, κάτασπρο κι αυτό, λαφρόστεκο και χαριτωμένο. Τάκουσε αυτά πολλές φορές ο Παυλής και τα πρόσμενε· μα τόση δα πάλι ομορφιά δεν την έλπιζε.

Προχωρώντας λοιπόν αυτοί οι καλόγεροι κάποτες ως την Κίνα παρατήρησαν κ' έμαθαν το μυστικό τω σκουληκιών, έμαθαν και τι λογής θρέφουνται. Άμα τάκουσε αυτό ο Ιουστινιανός συναγροικιέται με δυο καλόγερους και του φέρνουνε στα 551 αυγά σκουληκιώνε στην Πόλη. Ζέσταναν τ' αυγά με κοπριά και γεννήθηκαν τα σκουλήκια.

Και γιατί δεν μπαίνεις μια στιγμή μέσα; ξαναλέει η Βασιλική. Αναφτερούγιασε από τρόμο ο Μιχάλης σαν τάκουσε το κάλεσμ' αυτό της Βασιλικής, και μόνο που δεν έπεσε χάμω. — Όχι· κάλλιο να πάγω, γιατί θα προσμένη. Και τράβηξε ο Πανάγος τον ανήφορο μαζί με το σκύλο. Είταν εκείνη την ώρα ο Μιχάλης με το Σουλτάνο γενιά.

Στα θεμέλια απάνω του Ναού του Σολομώντα είχανε ξαναχτισμένο Ναό του Καπιτωλίου Δία οι μερικοί Εθνικοί που κατοικούσανε στα μέρη εκείνα. Όλα τάλλα ρήμαξη και χαλάσματα. Προστάζει η Βασιλομητέρα ανασκαφή, κ' ύστερ' από πολλή εργασία ξαναβρίσκεται ο Άγιος Τάφος καθώς κι ο Τίμιος Σταυρός. Άμα τάκουσε τέτοιο θείο βρέσιμο ο Κωσταντίνος έστειλε προσταγή να χτιστή λαμπρή εκκλησιά στο μέρος εκείνο.

Βράζοντας ο λαός από μίσος με τα όσα έπαθε, πηγαίνει κατόπι και σπάνει τις θύρες της φυλακής, τονέ θανατώνει, φορτώνει το κορμί του σε καμήλα και το ρίχτει στη θάλασσα. Χολόσκασε ο Ιουλιανός σαν τάκουσε όλ' αυτά.

Μα σαν τάκουσε κρυφά όλα όσα ειπώθηκαν ο Εύδρομος κ' επειδή από τη μια μεριά αγαπούσε το Δάφνη γιατί ήτανε τίμιο παλληκάρι κι από την άλλη του ερχότανε κακό να γίνη ξεντρόπιασμα του Γνάθωνα τέτοια ομορφιά, αμέσως τα λέει όλα ένα προς ένα σ' εκείνον και στο Λάμωνα.