United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού μέρωσε και δεν κλαίει... — Θα πας να του πης; — Δεν πάγω. — Διατί; — Είμαι εμποδισμένος. — Τότε θέλεις ξαμπόδεμα. — Χρειάζονται μαγικά. — Ο αφέντης σου τα ξέρειΚαι δεν μας το έλεγες; — Σύρε να του πης. — Σου λέγω δεν πηγαίνω. — Θα πας και θα τραγουδήσης. — Δεν ξέρω τραγούδια. — Να μάθης. — Δεν παίρνω. — Σαν δεν παίρνεις, δίνε. — Δεν έχω. — Άμε στο διάβολο. — Δεν ξέρω το δρόμο.

'Πάγω λοιπόντον Όλυμπον τον καταχιονισμένον Εγώ, να 'πώ τον λόγον σου εις τον αστράφτην Δία, Αν πείθεται· και κάθου τώρ' εις τα γοργά καράβια· Και κάκιωνε τους Αχαιούς, και παύσ' απ' τους πολέμους.

Φαίνεται ότι εγίνωσκεν ούτος ότι η Αϊμά ευρίσκετο εν τω ειρημένω μοναστηρίω, ο δε Τρανταχτής ηγνόει το πράγμα. — Και τώρα τι να κάμω εγώ; είπεν ο Τρανταχτής. Έχω εκείνην την δουλειά όπου ξεύρεις αύριο, και δεν ειμπορώ να πάγω εκεί. — Τι να σε κάμω! είπεν ο Σκούντας μετ' άκρας απαθείας. — Δεν θα ήτο άσχημον να εύρισκα μέσον να το στείλω. — Ειμπορεί να εύρης. — Ειξεύρεις κανένα;

Ο παππούς, ο οποίος χονδρά μόνον καλάθια ήξευρε να πλέκει, απόρησε με την επιτηδειότητα της εγγονής του, όταν του έφερε να ίδη το πρώτον της αυτό έργον. Ένα βράδυ, αφού καληνύχτισε τον παππού της η Φωτεινή, τον ηρώτησε. Με αφήνεις αύριον το πρωί να 'πάγω με την Σπίθα μέσα εις την πόλιν;

Να 'πάγω μέσα, Γεροθανάση; — Να μη θυμώση ο παππάς! Η παππαδιά εκάθισεν επί της πέτρας. Ανά πάσαν στιγμήν έστρεφε την κεφαλήν προς την καλύβην. Η ανησυχία εζωγραφίζετο εις το πρόσωπόν της. Ο γέρων την ελυπήθη, ή συνεμερίζετο ίσως και αυτός την ανυπομονησίαν της. — Μη χολοσκάνης, είπε. Πηγαίνω σιγά σιγά να ιδώ. Επροχώρησε βραδέως προς την καλύβην τείνων τα ώτα ανά παν βήμα. Δεν ήκουε τίποτε.

Δος του ένα πεντάρι, και δος του και τα βιβλία του πίσω. Τον ευχαριστούμε, πες, πολύ, αλλά δεν έχομετο σπίτι βιβλιοθήκη να τα βάλωμε. — Η ώρα περνά, προσθέτει, στρεφόμενος προς την σύζυγόν του, κ' εγώ πρέπει να πάγω να φροντίσω διά την ομολογίαν μου. — Δεν έχεις τώρα καιρόν, παρατηρεί η κυρία. Το τραπέζι είνε στρωμένον. Άφησε· πηγαίνεις το απομεσήμερον.

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ Του τάγματός μας μοναχόν επήγα να ζητήσω, νάχω ‘ς τον δρόμον σύντροφον · κ' εκεί όπου τον ηύρα να περιθάλπη ασθενείς, διά μιας πλακόνουν οι φύλακες της πόλεως· επήραν υποψίαν μη έπεσε θανατικόν, κ' εσφράγισαν τας θύρας, και μας εκλείδωσαν εκεί ‘ς το μολυσμένον σπίτι, κ' εμένα εις την Μάντουαν μ' εμπόδισαν να 'πάγω. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Με ποίον έστειλες λοιπόν το γράμμα ‘ς τον Ρωμαίον;

Μας χάλασε η επανάσταση, του είπαν οι χωριανοί. — Τι λέτε; Αλήθεια;... Ας είναι. Μου τα λέτε ύστερα..... «Δε μου έκανε η καρδιά να χτυπήσω κανενός θύρα κι' αποφάσισα να περάσω όλη την νύχτα στο δρόμο, κι' άμα φέξη να ιδώ μια φορά με τα μάτια μου το χώμα που πέρασα τα παιδιακάτα μου κι' ύστερα να φύγω, να φύγω, κι' εγώ να μην ξέρω πού να πάγω.

Να τον κάμης ψαρά! Είπεν ο διδάσκαλος, παρηγορών ημέραν τινά την γραίαν, ετοιμάζουσαν την μάστιγα με οργήν παράφορον. — Ταχειά θα πάγω, μάννα, ταχειά θα πάγωτο σκολειό! Εφώναζε μετά δακρύων ο Μανώλης, αποφεύγων ούτω την μαστίγωσιν. Αλλά «ταχειά» πάλιν ο παιδονόμος ο Τσιτσούκας με την σαλαμάστραν του, πάλιν τον Μανώλην κατεδίωκεν εις τας επικινδύνους εκείνας παραλίας. Ήλθαν αι εξετάσεις.

ΑΝΑΤ. Ιστέκα να ντγιούμε τι τα πη αρέστο; ΣΤΡ. Στη φυλακή θα πας. ΑΝΑΤ. Χάψι; ΑΝΑΤ. Έι, ύστερα; εγώ τι έκαμα, άνταμ, να πάγω χάψι, εγώ ντεν χτύπησα Κηρτικό, εγώ πιστόλα μιστόλα ντεν έχω, εγώ ντουλειά μου κύτταζα, τζουμπούσι έκαμνανα, πγιάσαι αρβανίτη, κρεμαστό μπιλέμ, όχι βάνεις εμένα χάψι· ταμάμ. ΑΣΤ. Εσύ θα πας αρέστο γιαγουρτοβαφτισμένε παλιότουρκα.