Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Εγώ; όχι, Μα το Ναι. — Και τι έλεγες πρωτήτερα; — Διά να πάγω εγώ; Εχωράτευα, είπεν ο Σκούντας. — Ώστε έχεις και συ δουλειά; — Δεν πιστεύω, αλλά τι με μέλει; — Δεν σε μέλει λοιπόν διά την δυσκολίαν του φίλου σου; — Ποίαν δυσκολίαν; — Είνε μία δυσκολία αυτό δι' εμέ, είπεν ο Τρανταχτής. Δεν θέλω να δυσαρεστήσω την Βεάτην. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. — Λοιπόν δεν γίνεται; είπεν ο Τρανταχτής.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Όπου κι' αν 'πάγω είκοσι, αν θέλω, αγοράζω. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Να τους πουλήσης; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Φλυαρείς όσον ο νους σου κόπτει. Και όμως κόπτει κάμποσον. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Προδότης είν' αλήθεια, μητέρα, ο πατέρας μου; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Ναι. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Τι θα 'πή προδότης; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Κείνος που επάτησε τους όρκους του. Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Και όλοι, όσοι το έκαμαν αυτό, όλοι προδόται είναι;

Μετά τινας δε στιγμάς σιωπής παρετήρησε μετά σεβασμού και συστολής: — Είνε αμαρτία, παιδάκι μου! Αμαρτία από τον Θεό! — Το βλέπω κ' εγώ, κυρά-μητέρα, πως είνε αμαρτία, μεγάλη, μάλιστα, που θέλουν να μου πάρουν τα δέκατα, και αναγκάζουμαι, βλέπεις, τέτοιες μέρες να πάγωτο Σκόπελο! — Ώστε δεν θα γείνη πάλι ο γάμος;

Με αυτό θέλετε να πάγω να με καμαρώση η αυλή και ο Βασιληάς; — Δεν είνε τα πουλιά τόσον ανόητα, όσο τα πιστεύει ο κόσμος, απήντησε το αηδόνι. Δεν θα σου έλεγα να στολισθής, αν δεν είχαμε φροντίσει να ετοιμάσωμεν τα στολίδια. Έχομε φιλία με μεταξοσκούληκα και τα εβάλαμεν να δουλεύουν όλην την νύκτα για να σου κάμουν αυτό το φόρεμα όπου δεν έχει δεύτερο στην οικουμένη.

Μέρες και νύχτες περπατώ, ματώσανε τα πόδια μου από το δρόμο και ράγισε η καρδιά μου απ' τους αναστεναγμούς. Και τώρα που βρήκα την αγάπη μου, η αγάπη μου δε με θέλει. Και τώρα πού να πάγω να την εύρω; Το κυπαρίσσι του ξανείπε πάλι; — Βάλε σίδερο στα πόδια σου και πάρε το μονοπάτι που ανεβαίνει στο βουνό. Τράβα ολοένα κατά εκεί που βγαίνει ο ήλιος.

Μα μη μου δίδετε μισθόν . . . — Πώς; χάρισμα θα με δουλεύης; Δεν γίνεται. — Ήθελα να πάγω εις το σχολείον,. . . . να μάθω γράμματα,. . . . και να υπηρετώ, όταν ήμαι εύκαιρος. — Να μάθης γράμματα; Ας ήνε. Πώς σου ήλθε αυτή η ιδέα; — Θέλω να διαβάσω κάτι χαρτιά που μου εχάρισε χθες η καϋμένη η θειά μου. — Τι χαρτιά; φέρε τα να σου τα διαβάσω εγώ. Ο παις έστη επί στιγμήν αμήχανος.

Πήγαιν' ευθύς, εύρε νερόν και ξέπλυνε αμέσως από τα χέρια σου αυτόν τον μαύρον καταδότην. — Τι μου τα έφερες εδώ τα δύο τα μαχαίρια; Πρέπει εκείτο πλάγι του να μείνουν! Πήγαινέ τα και άλειψε με αίματα τους κοιμισμένους δούλους! ΜΑΚΒΕΘ Δεν 'πάγω! Το τι έκαμα, να το σκεφθώ και μόνον με πιάνει τρόμος. Δεν τολμώ να το ιδώ και πάλιν! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μικρόψυχε! Δος τα εδώ εμένα τα μαχαίρια!

Και γιατί δεν μπαίνεις μια στιγμή μέσα; ξαναλέει η Βασιλική. Αναφτερούγιασε από τρόμο ο Μιχάλης σαν τάκουσε το κάλεσμ' αυτό της Βασιλικής, και μόνο που δεν έπεσε χάμω. — Όχι· κάλλιο να πάγω, γιατί θα προσμένη. Και τράβηξε ο Πανάγος τον ανήφορο μαζί με το σκύλο. Είταν εκείνη την ώρα ο Μιχάλης με το Σουλτάνο γενιά.

Θα βγω ύστερα να πάγω να την πάρω. Έχω καιρόν ως το βράδυ Δεν διατρίβομεν εις λεπτομερή περιγραφήν της αγαλλιάσεως, ήτις νέμεται τον οίκον Περδίκη.

Είτανε Δεκέβρης μήνας, τα κρούσταλλα κρεμιούνταν από τις στέγες των σπιτιών σα χταπόδια, ο βοριάς ξύριζε και σπανούς, την αναπνοή σου την έβλεπες μια πήχη μακριά μπροστά σου, οι πουλητάδες φωνάζανε στους δρόμους κι' από το συνηθισμένο τους πιο μεγαλόφωνα, ίσως να ζεσταθούν, κ' εγώ έβγαινα μαζί με την Αννούλα και με το φύλακα στη μασκάλη να πάγω Σκολειό. Συμμαζεμό δεν είχα από την πολλή τη χαρά.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν