United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εγώ που ξέρω μόνο να φροντίζω από τα χρόνια μου τα παιδικά τον ιερό ναό να καθαρίζω με τα κλαδιά της δάφνης ταχτικά και με στεφάνια το έδαφος και δροσερά νερά, θα πιάσω με το τόξο και τα πουλιά να διώξω, που είνε σταναθήματα τα θεία βλαβερά. Εγώ ποτέ δεν γνώρισα πατέρα και μητέρα, γι' αυτό στου Φοίβου τους ναούς υπηρετώ εδώ πέρα όπου με τρέφουνε καιρό.

ΚΕΝΤ Είμ' ένας άνθρωπος, αυθέντα μου. ΛΗΡ Τι θέλεις εδώ; Τι επαγγέλλεσαι; ΚΕΝΤ Τι επαγγέλλομαι; Να μην είμαι χειρότερος από ό,τι φαίνομαινα υπηρετώ πιστά όποιον μ' εμπιστεύεται· ν' αγαπώ τους καλούςνα τα ταιριάζω με τους φρόνιμους και με όσους έχουν τα λόγια των ολίγα· να φοβούμαι τον νόμον· να πολεμώ, όταν δεν ημπορώ να το αποφύγω, και να μην τρώγω ψάρι . ΛΗΡ Τι είσαι;

Κάνω ευχή παντοτινά το Φοίβο να υπηρετώ, κι' αν παύσω και καμμιά φορά, ας μου είνε τυχερό κι αυτό. Α! τα πουλιά στον Παρνασσό αφήσαν της φωλιές τους• στα κάγκελλα θα τους ειπώ να μη κοντοζυγώσουν μήτε και στους χρυσούς ναούς με τόξα θα χτυπήσης, κήρυκα του Διός εσύ, αϊτέ, που με του ράμφους τη δύναμι, κάθε πουλί νικάς.

Ω Φοίβε μου! μ' ευχάριστο τον κόπο στου παλατιού σου υπηρετώ τον τόπο, που κάθε μάντεμά σου βγαίνει, είν' η δουλειά μου δοξασμένη όπου δουλεύω τους θεούς αυτούς τους αθανάτους, κι' όχι τους θνητούς• κι' ούτε κουράζομαι, ούτ' αποκάνω, σε τέτοιον τιμημένο κόπο απάνω. Από το Φοίβο εγεννήθηκα εγώ, τροφήν αυτός μου δίνει, και τον ευλογώ.

Την τρίτη μέρα, καθώς ο Τριστάνος πήγαινε κατά τη σκηνή τη στημένη στη γέφυρα του καραβιού, τον είδε η Ιζόλδη να πλησιάζη, και ταπεινά του είπε: «Εμπάτε μέσα, κύριε. — Βασίλισσα, απάντησε ο Τριστάνος, γιατί με λέτε κύριο. Δεν είμαι ίσα-ίσα υποτελής και υποταχτικός σας; υποχρεωμένος να σας σέβωμαι, να σας υπηρετώ και να σας αγαπώ σαν βασίλισσα μου και σαν κυρία μου;

Πόσα νομίζετε ότι υπέφερα, πόσον εκοπίασα να είμαι διηνεκώς πλησίον του, να τον υπηρετώ, να παρακολουθώ το νόσημά του; και άλλοτε μεν υπεχώρουν εις την ορμήν του πάθους, άλλοτε δε οσάκις ολίγον το νόσημα ενέδιδε, εφήρμοζα κατ' αυτού τα υποδεικνυόμενα υπό της επιστήμης μέσα.

Ο Ούρσος απέστρεψε την κεφαλήν εκ της εστίας και απήντησε μειδιών, σχεδόν φιλικώς: — Ο Θεός να σου δώση, κύριε, καλήν ημέραν και καλήν υγείαν· αλλ' είμαι άνθρωπος ελεύθερος και όχι δούλος. — Δεν είσαι λοιπόν εκ των ανθρώπων του Αούλου; ηρώτησεν. — Όχι, αυθέντα· υπηρετώ την Γαλλίναν, όπως υπηρέτησα και την μητέρα της, αλλ' οικειοθελώς. Εις την πατρίδα μας δούλοι δεν υπάρχουν.

Μα σύμφωνα με τη δουλειά, που εκτελώ εδώ πέρα, το Φοίβο θα δουλεύω, κ' εκείνους που με τρέφουνε θα τους υπηρετώ. Στας θείας Αθήνας δεν είνε μονάχα με ώμορφες στήλες ναοί των θεών και δρόμων λατρείες. Αλλά κ' εδώ πέρα' ς αυτόν τον ναόν του θείου Λοξία, του γυιού της Λητούς, που λάμπει το φως στο διπλό πρόσωπό του.

Μα μη μου δίδετε μισθόν . . . — Πώς; χάρισμα θα με δουλεύης; Δεν γίνεται. — Ήθελα να πάγω εις το σχολείον,. . . . να μάθω γράμματα,. . . . και να υπηρετώ, όταν ήμαι εύκαιρος. — Να μάθης γράμματα; Ας ήνε. Πώς σου ήλθε αυτή η ιδέα; — Θέλω να διαβάσω κάτι χαρτιά που μου εχάρισε χθες η καϋμένη η θειά μου. — Τι χαρτιά; φέρε τα να σου τα διαβάσω εγώ. Ο παις έστη επί στιγμήν αμήχανος.