United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είναι αλήθεια, θεία Έστερ, ότι ο Έφις προσποιείται τον άρρωστο για να μην έρθει στο γάμο μου και στο γάμο της θείας Νοέμι και μας φέρει δώρα; Κι όμως, λένε πως έφερες χρήματα, όταν γύρισες από το ταξίδι σου…» Ο Έφις άκουγε τα λόγια και τα καταλάβαινε μάλιστα, αλλά ήταν χωρίς ήχο, σαν να ήταν λόγια γραμμένα. «Έλα, πες μου τουλάχιστον τι έχεις. Ούτε που πήγες δεν μου λες.

Εγώ ήμουν το τ ρ ε λ λ ο κ ό ρ ι τ σ ό σου. Πού μ' ελογάριαζες εμένα! Εν τούτοις όσα ποιήματα ήλθον εις της θείας, όλα τα ενθυμούμαι απ' έξω, όλα τα έχω φυλαγμένα. Όχι τάχα πως τα έπαιρνα κρυφά από την θείαν! Αλλ' αφού τα είχαν διά πέταμα, με άφινε να τα συνάζω, διά να κάμω εις τον πατέρα μου ένα δώρον, πολύ ευχάριστον δι' αυτόν, καθώς έλεγεν.

συ, καρδιά μου, βάστα· νεύρα μου, σεις, μη ξάφνου τώρα μου γεράστε, στηρίξτε με σφικτά! Να μη σε λησμονήσω! ναι, καϋμένο Πνεύμα, ενόσω η μνήμη τόποντην σαλευμένην τούτην σφαίραν έχει ακόμη. Υπό το κράτος της πρώτης εντυπώσεως είχεν υποσχεθή εις το Πνεύμα του πατρός του να ορμήση εις την εκδίκησίν του με πτερά γοργότατα όσον είναι της θείας προσευχής ή της θερμής αγάπης,

Επί μίαν στιγμήν έμεινεν ακίνητος, ως να ανέμενε να εμπνευσθή, έπειτα πλήξας τας χορδάς ήρχισε: «Με την φωνήν της θείας λύρας, εκάλυψες τας προσευχάς, τας κραυγάς, τους στεναγμούς, αναίσθητε Σμινθεύ! Αλλά και σήμερον ακόμη ο οφθαλμός, ως άνθος, το οποίον εκάλυψαν σταγόνες δρόσου, πληρούται δακρύων· ω θλίψις!

Ήτο κοίλωμα εις την ρίζαν της δρυός, αιφνιδίως αυτοσχεδιασθέν διά θείας δυνάμεως.

Κι' ο κερδισμένος απ' όλους είσαι του λόγου σου, κοκκώνα Κατίγκω, που ντύνεσε με το τίποτα. Βλέπεις Λελούτσια, πώς τα καταφέρνη η μητέρα σου! Αυτά να ντα πης της θειάς σου. Πως εδώ στην Πόλη, η γυναίκες μας και ντύνουνται ωραία και την οικονομία τους κυττάζουν. Εμείς, βλέπεις, της χάσαμε της χιλιάδες της λίρες μας και πρέπει να τα καταφέρνωμεν όπως, όπως. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ.

Η Νοέμι τον ακολούθησε με την πετσέτα στο χέρι. «Ναι, ήρθα από την Τερανόβα. Τι δρόμος! Πετάει κανείς! Ναι, πρέπει να πέρασα μπροστά από την εκκλησία, αλλά δεν πήρα είδηση για το πανηγύρι. Ναι, το χωριό μοιάζει ερημικό. Είναι πολύ ξεπεσμένο, ναι…Απαντούσε ναι σε όλες τις ερωτήσεις της Νοέμι, αλλά έδειχνε πολύ αφηρημένος. «Γιατί δεν έγραψα; Μετά το γράμμα της θείας Έστερ ήμουν αβέβαιος.

Τρέξανε να φωνάξουν την θεία Έστερ που ήρθε τρομαγμένη και για πρώτη φορά κι εκείνη με κοίταξε άγρια και μου είπε ότι ήρθα για να τις ξεκάνω. Θεέ μου, Θεέ μου! Εγώ έβρεχα το πρόσωπο της θείας Νοέμι με ξύδι και έκλαιγα, σου το ορκίζομαι στη μάνα μου, έκλαιγα χωρίς να ξέρω το γιατί.

Δεν εχρειάζετο πολύς νους διά να εννοήσω ότι η αποχώρησις αύτη της θείας και της ανεψιάς συνεβιβάσθη διά να μη ιδή τον Νίκον η Κυρία Ελένη. Το πράγμα εξοικονομήθη ούτω διά σήμερον. Τι άρά γε θα μηχανευθή διά την επαύριον; — Λοιπόν, υπέλαβα, δεν θα έχωμεν την τιμήν και την ευχαρίστησιν να ίδωμεν την Κυρίαν θυγατέρα σας; — Βεβαίως! Το εσπέρας θα επανέλθη.

Ο Μανώλης όμως, μεθ' όλας τας δυσκολίας τας οποίας συνήντα η ανυπομονησία του, δεν απηλπίσθη εντελώς, αλλά κατέφυγεν εις τον γαμβρόν του, εις τους θείους του και τας θείας του, ικετεύων αυτούς να πείσουν τον πατέρα του να επισπεύση τον γάμον. Και προς όλους έλεγεν ότι θα ετρελλαίνετο αν δεν εγίνετο ταχέως ο γάμος.