United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας άνθρωπος ανυπόφορος με διέκοψε. Τα δάκρυά μου ξηράθηκαν. Είμαι αφηρημένος. Υγίαινε αγαπητέ! 4 Αυγούστου. Δεν τα παθαίνω μόνον εγώ. Όλοι οι άνθρωποι εις τις ελπίδες των απατώνται, εις τις προσδοκίες των αποτυχαίνουν. Επισκέφθηκα την καλή μου γυναίκα κάτω απ' τη φιλύρα. Το μεγαλύτερο παιδί της έτρεξε προς εμέ, κ' έτσι έφερε κοντά την μητέρα, η οποία εφαίνετο πολύ καταβεβλημένη.

Εντός αυτού είχε και το γραφείον του. Εκεί επί της παρά το παράθυρον τραπέζης ειργάζετο, εκεί προητοίμαζε τας παραδόσεις του, εκεί ανεγίνωσκε τους προσφιλείς του συγγραφείς, εκεί συχνάκις με τον κάλαμον εις την χείρα, ή το βιβλίον ανοικτόν ενώπιόν του, εκάθητο βλέπων αφηρημένος, υπεράνω των δωμάτων των λοιπών Ερμουπολιτών, την θάλασσαν και τας κυανάς γραμμάς των πέριξ νήσων, — ή κλίνων την κεφαλήν και κλείων τα βλέφαρα δεν έβλεπε τίποτε, διότι απεκοιμάτο.

Ο καπετάν- Γιάννης καταχαρούμενος εφουμάριζεν εις την πρύμνην διασκευάζων με μίαν παράταξιν δελφίνων, υπερηφάνως εξελισσομένην προ του Ελλησπόντου, ο δε Γιωργάκης, αφηρημένος πάντοτε, ακκουμβών επάνω εις την κωπαστήν, έβλεπε με λαιμαργίαν ευλαβή ένα ερημοκκλησάκι, το οποίον κατάχρυσον εις το ηλιοβασίλευμα εστόλιζε την κορυφήν εκεί ενός λοφίσκου.

Η Νοέμι τον ακολούθησε με την πετσέτα στο χέρι. «Ναι, ήρθα από την Τερανόβα. Τι δρόμος! Πετάει κανείς! Ναι, πρέπει να πέρασα μπροστά από την εκκλησία, αλλά δεν πήρα είδηση για το πανηγύρι. Ναι, το χωριό μοιάζει ερημικό. Είναι πολύ ξεπεσμένο, ναι…Απαντούσε ναι σε όλες τις ερωτήσεις της Νοέμι, αλλά έδειχνε πολύ αφηρημένος. «Γιατί δεν έγραψα; Μετά το γράμμα της θείας Έστερ ήμουν αβέβαιος.

Εισέρχεται χωρίς να σημάνη, διότι κρατεί πάντοτε το κλειδίον του, και ευρίσκει την κυρίαν Πηνελόπην κοιμωμένην επί της καθέδρας της, και αναπαύουσαν την κεφαλήν αυτής επί του βραχίονός της, εν μέσω σωρείας παιγνιοχάρτων. Ο Ιωάννης διήγαγε σχεδόν άυπνον νύκτα και εξήλθε λίαν πρωί της οικίας του. Εν τω γραφείω του ήτο διαρκώς αφηρημένος.

Ένας από τους πίνακας παρίστανε κάτι πολύ παράδοξον, το οποίον εκέντησε την περιέργειάν μου. Ήτο εικών παριστώσα τον Χρόνον, υπό την συνήθως διδομένην εις αυτόν μορφήν. Αντί όμως δρεπάνου εκρατούσε κάτι άλλο, το οποίον, αφηρημένος κατ' αρχάς, εξέλαβον αντί τεραστίου εκκρεμούς, ομοίου προς εκείνο των παλαιών ωρολογίων.

Να το ξέρης, τζόγια μου. ΦΛΕΡΗΣΠίνεις ένα ποτηράκι, γιατρέ; ΜΙΣΤΡΑΣΚατεργάρη, κατεργάρη. Ε! ας είναι. Ένα ποτηράκι, πάει να πη, θα το πιούμε. Όχι γι' άλλο τίποτε, μα γιατί είμαι αποσταμένος από το δρόμο. ΦΛΕΡΗΣΜου πήρες το ποτήρι μου. Στάσου να σου φέρουν ένα άλλο......Να κτυπήσω. Αιωνίως είσαι αφηρημένος, καϋμένε γιατρέ. ΜΙΣΤΡΑΣΔεν είναι καμμιά ανάγκη, τζόγια μου.

Μετά την διήγησιν ταύτην απεκοιμήθησαν σχεδόν όλοι και μόνον η Λίγεια ηγρύπνει πλησίον του. Ο Βινίκιος την παρετήρει μέσα στα μάτια ως αφηρημένος. — Είμαι κοντά σου, του είπεν εκείνη. — Είδα την ψυχήν σου εις το όνειρόν μου, απεκρίθη ο Βινίκιος. Την επιούσαν εξύπνησε πολύ αδύνατος ακόμη, αλλά χωρίς πυρετόν.

Πάντες ούτοι ούτ' είχον παρατηρήσει την λαθραίαν εξαφάνισιν του Κατούνα, ούτε ηδύναντο να υποπτεύσωσιν αυτήν. Αλλ' ο ημέτερος φίλος Τρανταχτής είχε συνήθειαν να παρατηρή πάντοτε τα συμβαίνοντα, και ουδεμία λεπτομέρεια διέφευγε την προσοχήν αυτού. Άλλως δε και αν ήτο αφηρημένος, ήθελεν ευκόλως παρατηρήσει ότι είχεν απομονωθή, μετά την έξοδον των λοιπών προσώπων.

Τον ηκολούθουν εις όλα και εις την εργασίαν του αυτήν, τω συνέβη δε πολλάκις να κύπτη επί ώραν προ συνταγής αφηρημένος, χωρίς να δύναται να φέρη αυτήν εις πέρας, προς μεγάλην απορίαν της γραίας υπηρετρίας του, αγνοούσης που ν' αποδώση την αλλοφροσύνην του αυτήν. Χριστέ και Παναγιά! Τι έπαθε τ' αφεντικό μου· έλεγε πότε πότε.