Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
— Αδύνατος άνθρωπος αυτός ο Κυριάκος, είπεν ο παππά Κύριλλος και είνε φόβος μήπως τον καταφέρει και τονε στεφανώσει γιατί έχει και βοηθούς σαν κι' αυτόν. — Ναι, έχει τον παππά Κρητικό, τον κατεργάρη και τον Γιάννη τον Σερέτη τον συγγενή του γαμπρού, είπεν ο Γιώργης. — Θαρρώ όμως πως δε θα τα καταφέρη, είπεν ο παππά Φίλιππος.
ΟΚΤΑΒΙΑ. Καθ' όλον δε τούτο το διάστημα γονυπετής προ των θεών θα δέωμαι υπέρ σου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μη κρίνης, Οκταβία μου, περί των ελαττωμάτων μου εκ των διαδόσεων του κόσμου. Δεν ηκολούθησα πάντοτε την ευθείαν οδόν, αλλ' εις το εξής ο βίος μου θα είνε κανονικός. Καλή νύκτα, φιλτάτη κυρία. ΟΚΤΑΒΙΑ. Καλή νύκτα, άρχον. ΚΑΙΣΑΡ. Καλή νύκτα. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λοιπόν κατεργάρη! επιθυμείς την Αίγυπτον.
Για ξαναπέ το, κατεργάρη! Ο Μανώλης έκρυψε το πρόσωπόν του και είπε με πείσμα, εις το οποίον εχόρευεν η χαρά: — Δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω! — Καλά, μη θες. Άφησε να δης τση κοπελιές και τότε τα λέμε πάλι. Ο Σαϊτονικολής ήτο κατευχαριστημένος, διότι είχε σχηματίσει πεποίθησιν ότι ο Μανώλης, και να τον έδιωχναν, δεν θάφευγε πλέον από το χωριό.
Αλλ' η μητέρα του παρενέβη. — Καλέ, θέλει τηνε, μα ντρέπεται να το 'πη. Δε μου το' πες εμένα, γυιέ μου; Ο Μανώλης κατέβαλεν υπεράνθρωπον προσπάθειαν διά να επιβεβαιώση τους λόγους της μητρός του με μικρόν αναπάφλασμα γέλωτος. — Κατεργάρη! κατεργάρη! είπε γελών ο Σαϊτονικολής.
Να το ξέρης, τζόγια μου. ΦΛΕΡΗΣ — Πίνεις ένα ποτηράκι, γιατρέ; ΜΙΣΤΡΑΣ — Κατεργάρη, κατεργάρη. Ε! ας είναι. Ένα ποτηράκι, πάει να πη, θα το πιούμε. Όχι γι' άλλο τίποτε, μα γιατί είμαι αποσταμένος από το δρόμο. ΦΛΕΡΗΣ — Μου πήρες το ποτήρι μου. Στάσου να σου φέρουν ένα άλλο......Να κτυπήσω. Αιωνίως είσαι αφηρημένος, καϋμένε γιατρέ. ΜΙΣΤΡΑΣ — Δεν είναι καμμιά ανάγκη, τζόγια μου.
— Δεν είσαι άξιος να το φας, είπεν ο άλλος: Φεύγα, κατεργάρη, άθλιε μη με λερώνης με την παρουσία σου. Η γυναίκα του ρήτορα είχε βγάλει το κεφάλι της στο παράθυρο και βλέποντας έναν άνθρωπο, που αμφέβαλλε πως ο Πάπας είναι ο Αντίχριστος, τούρριξε στο κεφάλι ένα τσουκάλι γεμάτο. . . . Ω! ουρανοί! Σε τι σημείο φτάνει ο θρησκευτικός ζήλος των γυναικών!
Τον ήκουες πώς μ' έκαμνε και γελούσα; — Όχι, είπον, εκείνον δεν τον ήκουα, αλλά ήκουα σε, και τόσω περισσοτέρα ήτον η ευχαρίστησίς μου. Δεν ηξεύρεις πόσον μουσική μ' εφαίνετο η φωνή σου, πόσον ωραία! — Κατεργάρη! — ανέκραξεν η κόρη, δυσπίστως μορφάζουσα. — Αφού λοιπόν θέλεις να με κολακεύης, άκουσε να σε πω.
Για δες μας, Μαρία, δεν μοιάζουμε σαν αδέλφια! Κατεργάρη! Μ α ρ ί α Λοιπόν το ίδιο βράδυ, όταν ο ήλιος άπλωνεν εις την δύσι του κατακόκκινας πέπλους επαντρευθήκαμεν. Τι ωραία βραδειά Αί! Κώστα! Τρέλλα τρέλλα! Τι κρίμα, που δεν είσαστε, εκεί Κα Μ ε μ ι δ ώ φ θα σκάσω! Μ α ρ ί α. Χιλιάδες πουλιά ετραγουδούσαν γύρω μας.
— Αυτό θα το ιδούμε, κατεργάρη, του είπε ο Ιησουίτης βαρώνος του Τούντερ-τεν-τρόνκ και συγχρόνως τούδωσε μια δυνατή χτυπιά με το πλατύ μέρος του σπαθιού του πάνω στο πρόσωπο. Ο Αγαθούλης την ίδια στιγμή τραβά το δικό του και το μπήγει ως το μανίκι μέσα στην κοιλιά του βαρώνου Ιησουίτη. — Θεέ μου! είπε, σκότωσα τον παλιό μου κύριο, το φίλο μου, τον κουνιάδο μου!
Να σου πω όμως την αμαρτία μου. Κατά μέρος τις στάμπες, βάζω στοίχημα πως είσαι ξανά ερωτεμένος. Κατεργάρη! ΦΛΕΡΗΣ — Άφισέ με, καϋμένε γιατρέ. Η ευθυμία σου, αυτή η αιώνια ευθυμία σου, με πειράζει κάμποσες φορές. Πήγαινε να ιδής τους αρρώστους σου. Θέλω να μείνω μοναχός μου. ΜΙΣΤΡΑΣ — Ω! νεύρα, νεύρα! Ανάψαμε πάλι. Ανάψαμε . . . Έλα, πες μου σοβαρά. Βάζω στοίχημα πως νοσταλγείς τη Λέλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν