Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Εφ' όσον εξηκολούθει η χύσις, το βήμα του όνου απέβαινε ταχύτερον το κενωθέν βαρέλι αντί να βαρυταλαντεύεται ως μεθυσμένος, εχόρευεν ευθύμως κατά τας ανωμαλίας της οδού μεταξύ των δύο τροχών, οίτινες ανακουφισθέντες κ' εκείνοι από το υπερβολικόν βάρος έπαυσαν να τρίζωσιν απαισίως. Μετ' ολίγον αντί να σύρεται ο όνος υπό της γραίας, ήρχισε να σύρη εκείνος την γραίαν.

Και η βαρκούλα του μπάρμπα-Στεφανή με το ανθρώπινον φορτίον της, εχόρευεν, εχόρευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχομένη εις υγρά όρη, πότε κατερχομένη εις ρευστάς κοιλάδας, νυν μεν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νυν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής.

Μολονότι είχε καταβάλη πολλάς προσπαθείας διά να μάθη, είχεν ακόμη τοιαύτην σκαιότητα και δυσκαμψίαν εις τας κινήσεις, ώστε ελέγετο ότι εχόρευεν «ως να εσάκκιαζεν άχερα». Του εφαίνετο δε ότι τα βλέμματα εστρέφοντο σκωπτικά προς τα πόδια του και τούτο έφερεν εις σύγχυσιν τα κάτω του άκρα, ως εάν η ποδαρούκλες είχαν ιδίαν αίσθησιν και φιλοτιμίαν.

Το σήμαντρον αντήχει ακόμη γλυκύτατα από της κορυφής της ερημονήσου: — Το τάλαντον, το τάλαντον, τα τα, τα τα, το τάλαντον! Και ανεκινείτο αρμονικώς, θαρρείς, η ξηρόνησος προς τα ηχήματα του σημάντρου ως να εχόρευεν υπό την ησυχίαν της αστροφεγγούς νυκτός, με όλους τους βράχους της, τους καρκίνους της και τους θάμνους. Ο μαΐστρος είχε κοπάσει. — Θα είνε εδώ καμμία εκκλησία!

Αλλ' όταν επαναληφθέντος του πηδηκτού, είδε τον Τερερέν ιστάμενον παρά την εστίαν και απαντώντα εις τα δίστιχα του νέου όστις εχόρευεν εις τον «κάβον», ενόμισεν ότι έπρεπε να χορεύση διά να εξουδετερώση την επίδειξιν του εχθρού δι' άλλης επιδείξεως. Αυτός δεν ήξευρε να τραγουδή, αλλά και ο Τερερές δεν ήξευρε να χορεύη.

Και από την χαράν του εχόρευεν ο γέρων στρέφων γύρω- γύρω και το τσιμπούκι του, όπερ έτυχε να κρατή εις χείρας, ως ξιφομάχος γυμνασμένος· και ανεγίνωσκε πάλιν το γράμμα έξαλλος.

Για ξαναπέ το, κατεργάρη! Ο Μανώλης έκρυψε το πρόσωπόν του και είπε με πείσμα, εις το οποίον εχόρευεν η χαρά: — Δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω! — Καλά, μη θες. Άφησε να δης τση κοπελιές και τότε τα λέμε πάλι. Ο Σαϊτονικολής ήτο κατευχαριστημένος, διότι είχε σχηματίσει πεποίθησιν ότι ο Μανώλης, και να τον έδιωχναν, δεν θάφευγε πλέον από το χωριό.

Η Μιλάχρω μετά της κόρης επήγαιναν νύκτα-νύκτα εις το αμπέλι να συνάξουν λάχανα και να ξεσκάσουν μετά την άρνησιν πάλιν του «στερημένου», όστις έχων τα βιολιά όλην την ημέραν εχόρευεν εις το καφενείον του μόνος του, διότι οι φίλοι του ήρχισαν να τον εγκαταλείπουν διά την διαγωγήν του αυτήν και να τον ειρωνεύωνται. — Το προικιό σ' είν' αυτό, Στεφανάκη;

Η δε ασημένια χρύσοφρυς δεν ήθελε να τον αποχωρισθή, τον αγαθόν πρεσβύτην, και παρηκολούθει μετά πόνου το πτώμα, ανασυρόμενον θλιβερώς υπό των δύο αλιέων, εν ώ ο πονηρός ερυθρίνος εχόρευεν από χαράν. Παρήλθον έτη. Η καπετάνισσα, ήτις εφαίνετο ότι ποτέ της δεν θα γηράση, εγήρασε πλέον.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν