United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φθάσαντες εις το όρος Όλυμπον ήρχισαν να ζητώσι το θηρίον· και αφού το εύρον, περικυκλώσαντες αυτά εις το μέσον το κατηκόντιζον. Τότε ο ξένος, εκείνος τον οποίον εκαθάρισεν ο Κροίσος από τον φόνον και τον ωνόμαζον Άδραστον, διευθύνας το ακόντιόν του κατά του αγριοχοίρου, απέτυχεν αυτόν και επλήγωσε τον υιόν του Κροίσου.

Ευρισκόμενοι λοιπόν ούτοι εις την ανάγκην να συμφωνήσουν εις αυτά και μη παρακολουθούντες πολύ πολύ την συζήτησιν, ήρχισαν να νυστάζουν, και πρώτος μεν απεκοιμήθη ο Αριστοφάνης, ημέρας δε ήδη γινομένης και ο Αγάθων.

Επείσθη λοιπόν ότι ο μπάρμπα-Γιωργός ήτο όντως ελαφροΐσκιωτος, και τότε όλα τα όνειρα του ιερέως τα ωραία ότι θα έβλεπε την Κουκκίτσαν του, ήρχισαν να διαλύωνται. Και όμως θα επεθύμει να ήτο και αυτός ελαφροαΐσκιωτος, να ήτο σαββατογέννητος — ω αγάπη και ω στοργή! αυτός ο τόσον ευλαβής και ενάρετος ιερεύς εις πόσην δυσειδαιμονίαν εκυλίετο από της τυφλής αγάπης.

Αι γυναίκες των πρώτων επί της παραλίας οικίσκων εκάλουν βοήθειαν, να προφθάσουν τα ύδατα, τα οποία ήρχισαν να εισρέουν εις τα κατώγια με κίνδυνον κατακλυσμού.

Αφού δε και ταύτα κατέφαγον, ήρχισαν να τρώγωσιν αλλήλας, μαχόμεναι εις τον αέρα μετά τοιαύτης μανίας, ώστε τα πτώματα κατέπιπτον πυκνότερα φθινοπωρινής χαλάζης, ουδείς δε Ρωμαίος ετόλμα κατά τας ημέρας εκείνας να εξέλθη άνευ ομβρέλλας ή περικεφαλαίας. Εις την τελευταίαν ταύτην πληγήν η χολή των πιστών εξεχείλισε τέλος πάντων ακάθεκτος και ορμητική ως τα ύδατα του πλημμυρούντος ποτάμου των.

Και κατ' εκείνην μεν την ημέραν ο στρατός των Συρακουσίων απεχώρησε, κατά την επομένην δε εξήγαγον εβδομήκοντα έξ πλοία και συγχρόνως ο πεζός στρατός επροχώρησε κατά των τειχών των Αθηναίων. Ούτοι επροχώρησαν με ογδοήκοντα έξ πλοία και ήρχισαν ναυμαχούντες.

Οι αγύρται έστησαν δύο εργαλεία και ήρχισαν τάχα να υφαίνουν, χωρίς να έχουν πραγματικώς ούτε στημόνι ούτε υφάδι· εζήτησαν μετάξια και χρυσάφια πολυτελέστατα, αλλά αυτά όλα τα έκρυβαν, και εδούλευαν εις τα ψεύματα και χωρίς τίποτε τα εργαλεία, από την αυγήν έως τα μεσάνυκτα. — Ήθελα να εγνώριζα πως προχωρεί το ύφασμα, είπε μέσα του ο βασιλεύς.

Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή έξ άλλου μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η ακολουθία της Αγρυπνίας.

Τα λουτρά, εννοείται, δεν ήρχισαν ακόμη, αρκείται δε ο κόσμος αναπνέων από της ακτής την ιωδούχον αύραν των κυμάτων, πλην ενός μόνου κυρίου, εις τον οποίον οι ιατροί, ένεκα της πασχούσης υγείας των ροδίνων του παρειών, παρήγγειλαν, ως λέγει, να κάμνη ενενήκοντα λουτρά και να τρώγη ενενηκοντάκις την mayonnaise του φαληρικού εστιατορίου, και όστις επομένως αρχίζει πρώτος πάντοτε τα λουτρά του και τα τελειόνει τελευταίος.

Ο τόπος εφαίνετο έρημος και μόνον δύο ή τρεις γυναίκες πλύνουσαι οθόνια εντός κήπου, διέκοψαν απορούσαι το έργον και εκύτταζον μηδέν εννοούσαι. Είς δε μέγας μανδρόσκυλος και έτερος σκύλαξ νεογνός ήρχισαν να υλακτώσι και ερρίφθησαν κατά του Βράγγη. Τότε μία των πλυντριών έκραξε: Κλέπτης!