United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλ' η νύχτα δική μας είνε. Έχουμε καιρό να φθάσουμε. Ο Γιάννης ο Κούτρης υπεχώρησε, μη έχων άλλως να πράξη. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον επιτραχήλι, και ήρχισε ν' αναγινώσκη την παννυχίδα, και το &Κύματι θαλάσσης& όλα διαβαστά.

Ο ιερεύς εβαλεν ευλογητόν, έψαλε μόνος του την παννυχίδα, όλον το &Κύματι θαλάσσης&, εθυμίασεν, έκαμεν απόλυσιν, είτα φορέσας επιτραχήλιον και φελόνιον, ήναψε μεγάλην λαμπάδα, και βαστάζων αυτήν εξήλθεν εις τα βημόθυρα και ήρχισε να ψάλλη μεγαλοφώνως το &Δεύτε λάβετε φως&. Οι βοσκοί ήναψαν τας λαμπάδας των, ομοίως και αι γυναίκες, κ' εξήλθον όλοι εις το προαύλιον, του ιερέως κρατούντος την τε Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον μετά του θυμιατού, και ψάλλοντος, &Την Ανάστασίν σου Σωτήρ&.

Ευθύς τότε τα δύο παιδία του Φραγκούλα και πέντε ή έξ άλλου μικροί μοσχομάγκαι ανερριχήθησαν επάνω εις την στέγην του ναού, άνωθεν της θύρας, και ήρχισαν να βαρούν τρελλά, αλύπητα, αχόρταστα, τον μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τον κρεμάμενον από δύο διχαλών ξύλων, εκεί επάνω. Ο παππά-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, και ήρχισεν η ακολουθία της Αγρυπνίας.

Ο Φαναριώτης έμεινε σύννους, είτα είπε: — Πώς τον Δίγαμον;.. Η νύφη είνε παρθένος, κ' έρχεται εις πρώτον γάμον. Τον αρραβώνα θα διαβάσης και το στεφάνωμα. — Δεν ξέρω τι γίνεται στο Φανάρι. Τον Δίγαμον θα διαβάσω, επέμενεν ο ιερεύς. Ο γραμματεύς του Παπά υπεχώρησεν. — Ας είνε. — Διάβασε τον Δίγαμον. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και ήρχισεν. Αντήλλαξε τα δακτυλίδια.

Ο Ούρσος έκλινε μέχρι των ποδών του Αποστόλου, έπειτα αναγνωρίσας τον Βινίκιον, έλαβε την χείρα του και την έφερεν εις τα χείλη του. — Ήλθες, αυθέντα! Ευλογητόν το όνομα του Χριστού διά την χαράν, την οποίαν θα λάβη η Γαλλίνα! Ήνοιξε την θύραν και εισήλθον. Ο Λίνος ασθενών έκειτο επί αχυρίνης στρωμνής με το πρόσωπον κάτισχνον και το μέτωπον κάτωχρον.

Ο Βινίκιος τω έρριψε βλέμμα περίεργον. — . . . Και είσαι πραιτωριανός; — Μέχρι της ημέρας, καθ' ην θα ευρίσκομαι εκείκαι ο στρατιώτης εδείκνυε την φυλακήν. — Και εγώ λατρεύω τον Χριστόν! — Ευλογητόν το όνομά του! Ναι, αυθέντα· ηξεύρω . . . Δεν δύναμαι να σε αφήσω να εισέλθης· αλλ' εάν μου δώσης επιστολήν, θα την στείλω εις τον προς όν όρον με τους φρουρούς. — Σε ευχαριστώ, αδελφέ.

Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν. Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγη όλα απ' έξω, την προκαταρκτικήν προσευχήν και τον Κανόνα, το &Κύματι θαλάσσης&. Ο παπά-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το &Δεύτε λάβετε φως&. Ήναψαν τας λαμπάδας κ' εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν' ακούσωσι την Ανάστασιν.

Και είτα ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν, και εψάλη η &λιτή& της μεγαλοπρεπούς εορτής, μεθ' ό ο κυρ- Αλεξανδρής ήρχισε τας αναγνώσεις, και όσοι ήσαν νυστασμένοι απεκοιμήθησαν σιγά εις τα στασίδια των. Ο αγαθός γέρων ήτο εκ του αμιμήτου εκείνου τύπου των ψαλτών, ων το γένος εξέλιπε δυστυχώς σήμερον. Έψαλλε κακώς μεν, αλλ' ευλαβώς και μετ' αισθήματος.