United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο μπάρμπα-Κωνσταντός ο Ζ'μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του χωρίου, του δήμου Λίτης, δεν εφάνη ουδαμόθεν να έρχεται. Ήτο δε ανήσυχος ο ιερεύς, και φόβος ήτο να μείνωσι χωρίς Ανάστασιν και λειτουργίαν. Διότι ευλόγως δεν ηδύνατο άνευ βοηθού να ιεροπρακτήση.

Μετ' ολίγον ρεύμα φωτός εξεχύθη εν τη πλατεία, λαβόν παντοίας ανά τας σκολιάς οδούς διευθύνσεις. Έληξεν η λειτουργία της Αναστάσεως και οι πιστοί νησιώται, κρατούντες αναμμένην την λαμπάδα του Πάσχα, μετέβαινον εν αγαλλιάσει εις τους οίκους των να φέρωσιν εις αυτούς το φως, την χαράν, την Ανάστασιν.

Καθηγητής, διδάσκων γεωγραφίαν και Ξενοφώντα, αυτός, όστις θα εώρταζε την ανάστασιν της εθνικής μας ιστορίας εν τη σκηνή, σπαρταριστήν με ίριδας τριγύρω, με αστραπάς, με φωτιές, με κεραυνούς, με σαρκασμούς, με παρελθόν, με μέλλον.

Η κυρά-Μιχάλαινα πολυλογού γυναίκα, επήρε δρόμο, και η κοσμοκαλογραία, αποκαμωμένη από το τελευταίον τρίμερον, έλαβε την βαύκαλιν του ρητινίτου, και ηθέλησε να απέλθη, ευχηθείσα εις την ελεούσαν οικοκυράν «καλήν Ανάστασιν». Αλλ' η κυρά-Μιχάλαινα την εσταμάτησε.

Μετ' ολίγον ανεύρε την υγείαν του και παρεδόθη εις τας χείρας των φίλων του, εις τους οποίους επεφυλάχθησαν να καταστήσουν γνωστήν την ανάστασίν του, μέχρις ου πας φόβος μεταπτώσεως εις τον θάνατον τελείως απεσοβήθη. Μπορείτε να φαντασθήτε την έκπληξίν των, την ευχάριστον κατάπληξίν των.

Ο πατήρ του ηγόρασεν άλλην, αφού τον υποχρέωσε να υποσχεθή ότι δεν θα την πιάση εις την χείρα έως τα μεσάνυκτα, όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν. Ο μικρός απεκοιμήθη κλαίων και χαίρων.

Τούτου ένεκα ήρχισεν αταράχως και εσκεμμένως ν' αποκαλύπτη προς αυτούς την μελετωμένην πορείαν Του εις Ιερουσαλήμ, την απόρριψίν Του υπό των αρχόντων του έθνους, την αγωνίαν και την ύβριν ήτις Τον ανέμενε, τον βίαιον θάνατόν Του, την ανάστασίν Του την τριήμερον.

Εκείνος επροχώρησε, είτα εστράφη προς τον Εσταυρωμένον, ως εάν εζήτει ενίσχυσιν . . . Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν οι κώδωνες του Ναού πανηγυρίζοντος την Ανάστασιν . . . Αι επίσημοι, αι πανηγυρικαί δονήσεις συνεκλόνισαν τον Κλέωνα . . . Ο τρόμος της γυναικός ηύξησε . . . και προχωρήσασα, εγονυπέτησε προ του συζύγου της.

Εξαγάγουσα από μεγάλου δρυΐνου κιβωτίου τα χρυσά προικιά της, τα οποία χρόνια είχε να φορέση το Πάσχα, την νύκτα, προητοίμαζεν αυτά υπό το φως λυχναρίου, επιδιορθούσα μικράς τινας βλάβας τυχόν, όπως στολισθείσα ως νύμφη μεταβή εις την Ανάστασιν κ' επιδείξη τον χρυσόν πλούτον του ιματισμού της. Ο κυρ-Μανωλάκης εκοιμάτο εις το παρακείμενον δωμάτιον.

Ο Γεροστάθης, άμα ιδών ημάς ερχομένους, — Εις καλήν ώραν ήλθετε, φίλοι μου, μας είπεν· έχω να σας κοινοποιήσω αγγελίαν, ήτις βεβαίως θέλει σας χαροποιήσει, και αυξήσει την προς τον Κωνσταντίνον αγάπην σας. Ο Κωνσταντίνος άμα ακούσας το όνομά του, συσταλείς εξήλθε του δωματίου. — Εξεύρετε, παιδία μου, μας είπε τότε ο γέρων, ότι την προσεχή Κυριακήν θέλομεν εορτάσει την Ανάστασιν του Σωτήρος ημών.