United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δημήτρης, επειδή απεκηρύσσετο παρά των ανθρώπων και κατετρύχετο παρά της εκκλησίας, ήρχισε σιγά σιγά ν' αναπτύσση και αυτός εν τη καρδία του μίσος καθ' όλων. Εν τη αλλοφροσύνη και τη μηδαμινότητί του, εθλίβετο ακόμη και διά την ανάστασιν του Ιησού, αφού αυτός ούτε ανάστασιν, όπως όλοι οι χριστιανοί, ούτε θάνατον καλά καλά ήλπιζεν.

Κ' έτεινε την χείρα προς τον Μπάρμπα Σταύρον λέγων: — Χριστός ανέστη, Κολλήγα! Να το φέρω το γουρνόπουλο; Ο ταλαίπωρος εν τη μέθη του συνέχεε τα Χριστούγεννα με την Ανάστασιν. Την στιγμήν εκείνην εκρότησε και το κατσαμπίδι της θύρας· και εισήλθεν η Κρατήρα, στολισμένη εορταστικώς και κρατούσα το αντίδωρον ευλαβώς εν τη κλειστή δεξιά της. Επανήρχετο από την εκκλησίαν.

Από όσα ήκουσεν από την θείαν της την Αννούσαν, κι' απ' όσα διηγήθη εις αυτήν ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, από τους πολυελαίους και τα φώτα, τον θόρυβον και την βοήν του κόσμου, εσχημάτισε μίαν πανέκλαμπρον εικόνα μεγαλοπόλεως, ανυπάρκτου εν τη φύσει, εντός της οποίας όλος ο κόσμος γλεντά και διασκεδάζει, αιωνίως Ανάστασιν εορτάζων, ενώ ο Λαλεμήτρος της μόνον έζη εκεί, εργαζόμενος, μόνον δι' αυτήν, της εψιθύριζε μία κρυφή απάτη μέσα εις τα ώτα της καρδίας της, να σχηματίση πάλιν νέα κεφάλαια, ουχί πλέον δι' άλλον, παρά μόνον διά την Θωμαήν του.

Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν. Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγη όλα απ' έξω, την προκαταρκτικήν προσευχήν και τον Κανόνα, το &Κύματι θαλάσσης&. Ο παπά-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το &Δεύτε λάβετε φως&. Ήναψαν τας λαμπάδας κ' εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν' ακούσωσι την Ανάστασιν.

Εφόρουν τα καινούργια υποδήματά μου, υπερήφανος διά το τρίξιμόν των, εξεκρεμούσα την λαμπαδίτσα μου, και έτρεχον πρώτος- πρώτος εις την Ανάστασιν, ενώ ο κώδων εσήμαινεν ακόμη. Αχ! πόσον γλυκύς μου εφαίνετο ο ήχος του τότε μέσ' 'ς τα μεσάνυκτα!

Τούτο έπασχε και ο παπά-Κυριάκος, όστις επεθύμει μεν να υπάγη να κάμη Ανάστασιν εις τους χωρικούς, διότι ήτο ανοιχτόκαρδος και ήθελε να χαρή και αυτός ολίγην Ανάστασιν και ολίγην άνοιξιν, αλλ' εδυσπίστει εις τον συνεφημέριόν του, και έπειτα δεν ήθελε να αφήση την ενορίαν με ένα μόνον ιερέα τοιαύτην ημέραν.

Ήμουν ιατρός του και προ του θανάτου και μετά την ανάστασίν του. Και πώς, παρετήρησα εγώ, εις διάστημα είκοσι ημερών δεν εσάπισε το σώμα του ή πώς δεν απέθανεν από την πείναν; ή μήπως εθεράπευσες κάποιον νέον Επιμενίδην;

Εν τοσούτω, όσον αφορά το να υποτάξη την βιαιότητά του εις την χριστιανικήν πειθαρχίαν, ο νεαρός τριβούνος ηδύνατο να το πράξη χωρίς μεγάλας προσπαθείας. Αλλά να κλίνη το πνεύμα του εις το να συμπαθήση αυτό το δόγμα, ήτο πολύ δύσκολον πράγμα. Δεν ετόλμα να θέση εν αμφιβόλω την υπερφυσικήν καταγωγήν του Χριστού, ούτε την ανάστασίν του, ούτε όλα τα άλλα θαύματα.

Σαν να μη ήτο ο συνήθης κώδων, ο σημαίνων τους πτωχούς εσπερινούς και τα σαρακοστινά απόδειπνα, αλλ' έτερος, εκ μυστηριώδους μετάλλου, εύηχος και καλλικέλαδος, χαρμοσύνως πρώτος αυτός κηρύττων την Ανάστασιν εις την κοιμωμένην εν τη φθορά φύσιν. Και η νύκτιος αύρα, παραλαμβάνουσα το γλυκύ κελάδημά του, εσκόρπιζεν εις θάλασσαν και ξηράν ως τρυφερόν εγερτήριον αγγελικών οργάνων . . . . .

Παπού! ε, παπού! εφώναξεν ο Νάσος, θίγων αυτόν διά του ποδός. — Τι 'νε; — Ασήκου να ιδούμε την Ανάστασι. . . Ότε εξήλθον της καλύβας ηκούοντο καθ' όλην την κοιλάδα και τας πέριξ ράχεις φωναί συγκεχυμέναι. Οι βλάχοι όλοι της περιφερείας εκείνης ήσαν επί ποδός, στολισμένοι, με τα κηριά εις χείρας, αναμένοντες την Ανάστασιν.