United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και την πρωίαν εκείνην, το Σάββατον, πριν επιβή της ημιόνου διά να υπάγη εις το μέγα κτήμα του, εις την Κεχριάν, όπου είχεν έπαυλιν και αγροτικήν οικίαν, διά να αλλάξη τον αέρα, κ' ο δρόμος του ήτο να περάση από τον ναόν του Προφήτου Ηλία, όπου έφθασε λίαν πρωί, είχεν ανοίξει το συρτάρι και είχε βγάλει έν πλήθος ομόλογα, άλλα συμβόλαια, άλλα επί χαρτοσήμου και τ' άλλα εφ' απλού χάρτου, κ' είχε στείλει να καλέση πέντ' έξ πτωχούς γέρους, παλαιούς ναύτας, αποζώντας με 12 δραχμών σύνταξιν από το Απομαχικόν, και δέκα ή δώδεκα χήρας, κι' άλλα τόσα ορφανά κοράσια, κ' έδειξε τα ομόλογα, και τα έσχισεν επί παρουσία των, κ' είπε: — Να παρακαλήτε για την ψυχή μου, αν πεθάνω.

Επί τέλους έγινα πολλάκις πετεινός, διότι μου αρέσει αυτή η ζωή, και αφού υπηρέτησα πολλούς βασιλείς και πτωχούς και πλουσίους, συζώ τώρα και μ' εσένα και γελώ μαζή σου• διότι σε ακούω καθ' εκάστην να παραπονήσαι και να κλαίγεσαι διά την πενίαν σου και να θαυμάζης τους πλουσίους, διότι δεν γνωρίζεις τι υποφέρουν και αυτοί.

Έχων εκτεταμένον κτήμα εις την θέσιν εκείνην, έπεισε μερικούς πτωχούς γείτονας να του πωλήσουν τους αγρούς των, ηγόρασεν ούτως οκτώ ή δέκα συνεχόμενα χωράφια, τα περιετείχισεν όλα ομού, και απετέλεσεν έν μέγα διά τον τόπον μας κτήμα, με πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων έκτασιν.

Με τας λέξεις, «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», ήρχισε την επί του Όρους διδαχήν Του· και έκαμεν ως πρώτον σημείον της αρχομένης Διαθήκης ότι εις τους πτωχούς το Ευαγγέλιον εκηρύττετο.

Ως άνθρωπος εις τους πτωχούς πεντάρα δεν δανείζει, αλλ' ούτε ως παράσιτος τους έχοντας σκοτίζει, πρεσβεύων σαν τον Σααδή πως αν δανείζης 'στούς μικρούς κι' από τρανούς δανείζεσαι φίλον ποτέ δεν αποκτάς και 'γρήγορ' αφανίζεσαι, κι' ένας δεν τρέχει να σε 'δή.

Την άδειαν ταύτην θέλετε ν' αφαιρέσετε από τους δυστυχείς τούτους αποκλήρους; Δεν τους λυπείσθε τους πτωχούς;

Ο βαστάζος εθαύμασε πόθεν τούτο· οι πλούσιοι δεν έχουν τοιούτον ελάττωμα να καλούν εις την τράπεζάν τους τους πτωχούς και ποταπούς, καθώς είμαι εγώ ένας πτωχός βαστάζος, που οι πλούσιοι δεν καταδέχονται καν να με χαιρετήσουν, όταν εγώ τους προσκυνώ έως εις την γην· ας υπάγω όμως να ιδώ τι είνε τούτο το παράδοξον έργον του πλουσίου· και εάν ο υπηρέτης αυτός με εγέλασε, μα το όνομα του Προφήτου θέλω εκδικηθή εναντίον του.

Ανεγνωρίσαμεν μεταξύ αυτών και μερικούς εκ των προ ολίγου καιρού αποθανόντων• αυτοί δε έκρυπτον το πρόσωπον αυτών αισχυνόμενοι και όσοι μας προσέβλεπον είχον εις το βλέμμα πολύ το δουλοπρεπές και κολακευτικόν, αυτοί οίτινες υπήρξαν τόσον αγέρωχοι και υπερόπται εις την ζωήν. Αλλ' εις τους πτωχούς η τιμωρία ήτο επιεικεστέρα• διότι είχε και διακοπάς αναπαύσεως.

Η αγάπη σας όμως ας μη ήναι νεκρά, αλλά ζωηράν και ακμαίαν διατηρείτε αυτήν διά της καλής διαγωγής και των καλών σας έργων. Ο συμμαθητής σας Κωνσταντίνος δι' έργου απέδειξε σήμερον την προς τους πτωχούς γονείς του αγάπην του. Δι' έργων λοιπόν και σεις προσπαθήσατε ν' αναφανήτε υιοί καλοί και φιλόστοργοι, άξιοι των ευχών των γονέων σας και των ευλογιών του Υψίστου.

Η γραία όμως περισσότερον μνησίκακος, διακόπτουσα ταύτην αποτόμως, έλεγε: — Το κεφάλι του, πες! Και υπερασπίζουσα τους πτωχούς χωρικούς, προσέθετεν: — Ήθελε να πλουτήση από το λάδι. Μα το λάδι του φτωχού είνε ανακατωμένο με το αίμα του και είνε κακοχώνευτο. Να κάμη μια δουλειά να ζήση, 'σαν άνθρωπος, όχι να μοιράση τα λεπτά του, ν' αδειάση τα χέρια του, και να κρατή ύστερα τον ναργιλέ του!