Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


ΘΥΡΩΡΟΣ Μα την πίστιν μου, Κύριε, το εδιασκεδάσαμεν ως που έκραξεν ο πετεινός. ΜΑΚΔΩΦ Κοιμάται ο αυθέντης σου; Ιδού, — ο θόρυβός μας τον έκαμε κ' εξύπνησε. ΛΕΝΩΞ Καλή ημέρα, Μάκβεθ! ΜΑΚΒΕΘ Καλή σας 'μέρα κι' αγαθή, κ' οι δυο. ΜΑΚΔΩΦ Καλέ μου Θάνη, ακόμη δεν εξύπνησεν ο βασιλεύς; ΜΑΚΒΕΘ Ακόμη. ΜΑΚΔΩΦ Να τον ξυπνήσω 'πρόσταξε πρωί πρωί. Φοβούμαι μην ήργησα. ΜΑΚΒΕΘ Πλησίον του εγώ να σ' οδηγήσω,

Το πιστεύω, το πιστεύω, εφώναζαν όλα τα περιστέρια. Και από τον περιστερεώνα ήρχισαν να φωνάζουν, διά ν' ακούσουν αι όρνιθες εις τον περεκεί ορνιθώνα: — Ακούσατε! μία, ή μάλιστα δύο όρνιθες εμάδησαν τα πτερά των διά να είναι διαφορετικαί από τας άλλας και διά να τας προτιμήση ο πετεινός. Αλλά την έπαθαν άσχημα, διότι εκρυολόγησαν και εθερμάνθησαν και εψόφησαν και αι δύο!

Στάσου, Τυβάλτη· στάσου. Ω!... Ρωμαίε, έρχομαι! Αυτό το πίνω δι εσένα! Η αίθουσα του Καπουλέτου. ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Να, πάρε τούτα τα κλειδιά, μυρωδικά να φέρης. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κάτω οι μάγειροι ζητούν χουρμάδες και κυδώνια. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, εισερχόμενος. Σαλεύετε, σαλεύετε, κ' επέρασεν η ώρα. Δυο φοραίς ο πετεινός εφώναξεν ως τώρα, και η καμπάνα σήμανε ταις τρεις.

Αφού δε 'γδύθηκες τον Πυθαγόραν ποίους ενδύθηκες κατόπιν; ΠΕΤ. Την Ασπασίαν την Μιλησίαν εταίραν. ΜΙΚ. Τι λες! Ώστε και γυναίκα εκτός των άλλων έγινε ο Πυθαγόρας; Και υπήρξε εποχή που έκανες αυγά συ ο σημερινός πετεινός και συνέζης με τον Περικλήν ως Ασπασία και του εγέννας παιδιά και έξενες μαλλιά και έγνεθες και εφιλαρεσκεύεσο ως εταίρα;

Ήτο ήδη τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, και ο πετεινός ελάλησε και πάλιν. Το θυγάτριον, το οποίον μόλις είχεν ησυχάσει, προ μικρού, άρχισε να βήχη εκ νέου οδυνηρώς. Είχεν έλθει ασθενικόν εις τον κόσμον, και προσέτι, φαίνεται ότι είχε κρυώσει την τρίτην ημέραν, εις τα «κολυμπίδια», όταν το είχαν λούσει εντός της σκάφης, και κακός βήχας το είχε κολλήσει.

Και έπειτα απεκοιμήθη. Γύρω γύρω ήτο θεοσκότεινα, και αι όρνιθες εκοιμώντο, η μία κοντά εις την άλλην· αλλ' η γειτόνισσα της αστείας όρνιθος δεν εκοιμάτο. Ήκουσε και δεν ήκουσε, δεν ημπόρεσεν όμως να κρατηθή, και είπεν εις την πλαγινήν της: — Ήκουσες κάτι; Δεν σε λέγω το όνομά της, αλλά μία από ημάς είπεν ότι μαδεί τα πτερά της διά να ευμορφαίνη. Αν ήμουν πετεινός, δεν θα εγύριζα να την ιδώ.

Το ζώδιον τούτο ελάμβανε την μορφήν εκείνου του σφαγίου, το οποίον είχε θυσιαστή κατά την θεμελίωσιν της οικίας της κτιζομένης εκάστοτε, μετά τον ψαλέντα αγιασμόν. Εάν το σφαγέν ζώον ήτο πετεινός, ο πετεινός έβγαινε συχνά την νύκτα, εξαφνίζων τους ενοίκους, ενόσω η οικία ήτον ορθία ακόμη, και εξακολουθούσε και τώρα να βγαίνη παραπονετικώς, λαλών με φωνήν θρηνώδη επάνω εις τα ερείπια.

Αυτή η κεφαλή η άδεια πενήντα λεπτά, αυτή η κεφαλή γεμάτη αέρα μια δραχμή . . . . Μια πεντάρα η πάπια, μια πεντάρα η χήνα, μια πεντάρα ο πετεινός. Όλα τα πουλερικά μια πεντάρα. Κι' όλα τα άλλα ζώα και τα ανθρωπάκια μια δεκάρα. — Τώρα τώκαμες ρόιδο! Στάσου να τα γράψω. — Τι κουτός που είσαι; Κυττάζουν τέτοια μέρα τιμολόγια; Όσα θέλεις λέγε, και όσα θέλεις παίρνε.

— « Κικιρίκουουουου» λάλησε μέσα από το κοττέτσι ο μεγάλος ο πετεινός του σπιτιού, «Κικιρίκουουουου..!» λάλησαν κι' οι άλλοι οι μικρότεροι «Κικιρίκουουουουφώναξαν κι' οι πετεινοί της γειτονιάς κι' όλου του χωριού.

Αμάν! καθείς φωνάζει, κι' ακούω να στενάζη βασανισμένη πλάσις, το κύμα της θαλάσσης, η ρεμματιά, η φτέρη, το μαλακό αγέρι, ο βρέμων καταρράκτης, ο φλέγων κεραυνός, και της αυγής ο κράκτης, ο γαύρος πετεινός. Και βλέπω από πέρα ποιμενική φλογέρα να καίη τον αέρα με φλόγας στεναγμών... Και παν το αναπνέον μου ψάλλει πόνον νέον με νηστικών ορνέων απαίσιον κρωγμόν.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν