United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν την επιούσαν εξύπνησεν ο Μανώλης εις της αδελφής του, όπου είχε κοιμηθή, έμαθε δύο ευχάριστα πράγματα· ότι η διαγωγή του κατά την συμπλοκήν με τους Τούρκους είχεν ενθουσιάση τους χωριανούς και ότι ο Σμυρνιός είχεν αρραβωνιάση την θυγατέρα του Συμβούλου.

Πολλάκις μ' ήλθεν όρεξις να τουφεκίσω απ'το παράθυρον την αμαρτωλήν όρνιθα διά ν'απαλλάξω την ενάρετον από τα βάσανα της εγκαταλείψεως και της ζηλείας, αλλά μ' επρόλαβεν η θεία δίκη. Από το πολύ ίσως τσιμποφίλημα εξύπνησεν ένα πρωί η παραλυμένη κόττα με ορνιθοκόρυζαν ή, ως την λέγουν οι Χίοι, τσίφναν, κακήν αρρώστειαν δι' όλα τα πτερωτά.

Τόσος θόρυβος εγίνετο, ώστε το κανάρι εξύπνησεν εις το κλουβί του, και ήρχισε να κελαδή και να λαλή στίχους. Μόνον δύο δεν εσάλευαν από την θέσιν των: ο χωλός στρατιώτης, και η χορεύτρια, η οποία εξηκολούθει να στέκη εις την άκραν των δακτύλων του ενός της ποδός και να τεντώνη τα δύο της χέρια· ο δε στρατιώτης είχεν όλην την ώραν τα μάτια του στηλωμένα επάνω της.

Όταν μετ' ολίγον εξύπνησεν, η κεφαλή της Ευνίκης ανεπαύετο ως λευκόν άνθος επί του στήθους του. Την εστήριξεν επί του προσκεφαλαίου διά να την θεωρήση ακόμη. Και διέταξεν εκ νέου να του ανοίξουν τας φλέβας. Οι αοιδοί έμελψαν νέον ύμνον του Ανακρέοντος και αι βάρβιτοι υπήχουν βαρέως διά να μη πνίγουν τους λόγους. Ο Πετρώνιος ωχρία βαθμηδόν περισσότερον.

Τότε ήνοιξε το στόμα του το μικρόν παιδίον και είπε: «Διατί αυτός ο άνθρωπος στέκεται εκεί; Δεν θα έλθη και αυτός να φάγη μαζύ μαςΚαι τούτο τόσον πολύ ετρόμαξε τον Επίσκοπον, ώστε αμέσως εξύπνησεν.

ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ κατ' ιδίαν Κι' ακόμη δεν εξύπνησεν ο πόνος της ψυχής μας! ΒΑΓΚΟΣ Την Λαίδην βοηθήσετε! Κ' ημείς, τα σώματά μας αφού τα προφυλάξωμεν απ' την γυμνότητά των, εδώ ενταμονόμεθα να κάμωμεν ερεύνας, αυτό να εξετάσωμεν το φρικαλέον πράγμα. Τώρα τον νουν μας δισταγμοί και φόβοι τον κλονίζουν. Αλλά εδώ, εις τον Θεόν ενώπιον, ομνύω να πολεμήσω τους κρυφούς σκοπούς της προδοσίας!

Και τι θα πη ραμαζάνι; — Ποιος ξέρει! Της άλλης το βρέφος εξύπνησεν εις τας αγκάλας, κ' ήρχισε τα κλάματα, και δεν ήθελε να μερώση, με όλα τα νανουρίσματα και τα τραγούδια, που του έλεγεν η μάνα του. Η κανονιές είχον αντηχήσει πολύ, κ' εβόησεν όλη η Ηχώ, η Αναγκιά του Κάστρου αντικρύ στα δυο κάτασπρα νησιά, στους βράχους και στα άντρα.

Χίλων Χιλωνίδη, επανέλαβεν ο Ούρσος, ο αυθέντης σου Βινίκιος σε ζητεί, και θέλει να σε οδηγήσω πλησίον του. Ο Βινίκιος εξύπνησεν από πόνον δριμύτατον. Τρεις άνθρωποι έσκυπτον επάνω του. Ανεγνώρισε τους δύο εξ αυτών, τον Ούρσον και τον γέροντα, τον οποίον είχεν ανατρέψει, όταν μετέφερε την Λίγειαν. Ευρίσκετο εις τας χείρας τρίτου, όστις του έτριβε τον αριστερόν βραχίονα.

Αφότου εξύπνησεν εσκέπτετο χωρίς να δυνηθή να εύρη τον καταλληλότερον τρόπον προς εκτέλεσιν της ληφθείσης αποφάσεως. Το πράγμα δεν ήτο τόσον απλούν, όσον χθες την νύκτα εφαντάζετο. Δεν ήρκει η απόφασις μόνη του να νυμφευθή την πρωτότοκον θυγατέρα του Κ. Μητροφάνους, πρέπει προς τούτο να γίνωσι διαβήματά τινα. Αλλ' οποία;

ΘΥΡΩΡΟΣ Μα την πίστιν μου, Κύριε, το εδιασκεδάσαμεν ως που έκραξεν ο πετεινός. ΜΑΚΔΩΦ Κοιμάται ο αυθέντης σου; Ιδού, — ο θόρυβός μας τον έκαμε κ' εξύπνησε. ΛΕΝΩΞ Καλή ημέρα, Μάκβεθ! ΜΑΚΒΕΘ Καλή σας 'μέρα κι' αγαθή, κ' οι δυο. ΜΑΚΔΩΦ Καλέ μου Θάνη, ακόμη δεν εξύπνησεν ο βασιλεύς; ΜΑΚΒΕΘ Ακόμη. ΜΑΚΔΩΦ Να τον ξυπνήσω 'πρόσταξε πρωί πρωί. Φοβούμαι μην ήργησα. ΜΑΚΒΕΘ Πλησίον του εγώ να σ' οδηγήσω,