United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ησθάνετο προς τα όργια εκείνα αποστροφήν και αηδίαν. Η αισχύνη τον έπνιγεν· εχρειάζετο αήρ εις το στήθος του. Εδοκίμασε να προχωρήση ολίγα βήματα και είδε να ορθούται ενώπιόν του γυναικεία βαθύπεπλος μορφή. Δύο χείρες έψαυσαν τους ώμους του και διάπυρος φωνή εψιθύρισε: — Σε αγαπώ!. . Έλα! Κανείς δεν θα μας ιδή· σπεύσε. Ο Βινίκιος εξύπνησεν ως εξ ονείρου. — Ποία είσαι;

Προτού λοιπόν να ξημερώση, εξύπνησεν η Μεδινά και κράζει την Χαλιμάν· αγαπητή μου αδελφή, αν δεν κοιμάσαι, σε παρακαλώ, προτού να ξημερώση, οπού ολίγον ακόμη λείπει, να μου διηγηθής μίαν από εκείνες τις εύμορφες μυθολογίες, που ηξεύρεις· αλλοίμονον, ίσως αυτή είνε η υστερινή φορά, που λαμβάνω μίαν τέτοιαν ευχαρίστησιν.

Εξύπνησεν από την φωνήν της κόρης της, της Αμέρσας, ήτις ήλθε λίαν πρωί από τον μικρόν οικίσκον, τον γειτονικόν, ανυπομονούσα να μάθη πώς είναι η λεχώνα και το μωρόν, και πώς είχε περάσει την νύκτα η μάνα της.

Ηπατάτο όμως, διότι ησθάνθη αίφνης φλογώδες φίλημα κατακαύσαν τα χείλη της, και βάλουσα κραυγήν εξύπνησεν. Είδε κύκλω της, αλλ' ουδέν διέκρινε, διότι σκότος βαθύ την περιεκύκλου· έτεινε το ους, αλλ' ουδέν ήκουσε, διότι σιγή βαθεία ηπλούτο περί αυτήν.

Περιστοιχίζετο υπό των ολίγων οίτινες τον ηγάπων και επίστευον εις Αυτόν. Προς αυτούς δυνατόν να ωμίλησε, αλλά το έργον Του ως διδασκάλου εν τη βραχεία εγκοσμίω ζωή Του είχε τελειώσει. Την νύκτα εκείνην εκοιμήθη διά τελευταίαν φοράν επί της γης. Την Πέμπτην πρωί εξύπνησεν διά να μη κοιμηθή πλέον ειμή τον ύπνον «σκύμνου λέοντος Ιούδα». ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΝΕ'. Ο Μυστικός Δείπνος

διότι εσκεπτόμην και πολλά άλλα, αλλά προ πάντων πώς ο Απόλλων τόσον καιρόν δεν έβγαλε γένεια ή πώς νυκτώνει εις τον ουρανόν αφού ο Ήλιος είνε πάντοτε παρών και συντρώγει με τους άλλους θεούς. Έπειτα όμως μ' επήρεν ολίγος ύπνος. Ο δε Ζευς εξύπνησεν από την αυγήν και διέταξε να κληθούν οι θεοί εις συνέλευσιν.

Τέλος, ενώ έμενεν έντρομος βλέπουσα και διαπορούσα τάχα τι θα απογείνη, ακούει δυνατόν ροίβδον και πάταγον έτι μεγαλείτερον, και βλέπει τον ένα τοίχον του κοιμητηρίου, τον βορεινόν, όστις ήτο υψηλότερος των άλλων, να καταρρεύση έξαφνα διά μιας προς τα έσω, να πλακώση όλα τα κόκκαλα και να τα κάμη σύντριμμα. Η θεια-Συνοδιά εσκέφθη χαιρεκάκως: «Καλά να τα κάμη», κ' εξύπνησεν.

Η δυστυχής εξύπνησεν έντρομος, περιρρεομένη από άλμην και ιδρώτα. Ηύχετο πλέον, και πάραυτα το απεφάσισε, να μην κοιμηθή άλλην φοράν εις την ζωήν της, αν ήτον διά να βλέπη τέτοια όνειρα. Ο θάνατος θα είναι ο κάλλιστος των ύπνωναρκεί να μην έχη κακά όνειρα! Τις οίδε! — Μόλις το εσκέφθη, και μετ' ολίγον απεναρκώθη πάλιν.

Μίαν βραδυάν εις το αναμεταξύ που η Ρεσπίνα ήτον όλη προσηλωμένη εις την προσευχήν, έμπασεν ο Ραβά κρυφίως έναν άνθρωπον εις την κατοικίαν της, και από το άλλο μέρος αυτός, συντροφευόμενος από τέσσαρας μάρτυρας δολερούς, εμβήκε με δυναστείαν εις το σπήτι της φωνάζοντας· αχ ταλαίπωρη, της είπε ποίος είνε τούτος ο άνθρωπος εδώ; έτσι το λοιπόν τιμάς τον αδελφόν μου; έφερα ετούτους τοις μάρτυρας διά να μην εύρης πρόφασες να αρνηθής την ανομίαν σου· παράνομη, έξωθεν δείχνεις πως είσαι η πλέον ευλαβητική, και κρυφίως κάμνεις πράγματα τόσον άνομα; Ούτω λέγοντας έκαμε τόσην ταραχήν, που εξύπνησεν όλην την γειτονειάν και εφανέρωσε την εντροπήν της νύμφης του.