United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρχισε δε ήδη να φοβήται και δεν επίστευεν ότι ο Νικίας θα ετόλμα να παραχωρήση προς αυτόν την θέσιν του· και πάλιν όμως ο Νικίας επέμεινε και καταθέσας την εναντίον της Πύλου στρατηγίαν επεκαλείτο ως μάρτυρας τούτου τους Αθηναίους.

Ω βασιλέα υψηλότατε, αν δεν πιστεύης εις τα όσα σου είπα, ελπίζω να πιστεύσης τους ίδιους μάρτυρας, που ήτον παρόν εις όλα αυτά. Πού είναι αυτοί οι μάρτυρες, της είπα με θαυμασμόν; Βασιλέα, αυτή μου απεκρίθη, ευρίσκονται εις το σπήτι μου· πρόσταξε τους ανθρώπους σου να έλθουν μαζή μου διά να τους φέρουν εδώ.

Καϋμένε! αν είνε αλήθεια πως έχφλουριά και δεν τα μαρτυράς! — Έχω κλάρες! απαντά ο Μπάρμπα-Δήμαρχος και διακόπτων τας δύο λέξεις από εντροπήν τάχα. Το Χρυσώ, η ατυχής κόρη, ενδυθείσα πάλιν τα σκιερά του πένθους ενδύματά της, κατήλθεν εις το κατώγειον κάτω και πεσούσα εις το κλινίδιον του πατρός της εθρήνει και ωλόλυζεν απαρηγόρητος: — Τι θα γένω! Τι θα γένω!

Προς μεγάλην έκπληξιν των υπηρετών, πάντες εκείνοι, τους οποίους ακόμη δεν επρόφθασαν να σταυρώσουν, εγονυπέτησαν. Ο Παύλος ο Ταρσεύς ηυλόγει τους μάρτυρας. Είς φρουρός επλησίασε τον απόστολον και ηρώτησε: — Ποίος είσαι συ, ο οποίος ομιλείς προς τους καταδίκους; — Ρωμαίος πολίτης, απεκρίθη ο Παύλος ηρέμως.

Τα μάτια της ρωτούσαν μ' ανησυχία και άπειρη θλίψη: «Αλήθεια είνε άρρωστος βαρειά ο ΓιώργοςΑλλ' η φωνή της είπε άλλο. — Στην ώρα κείνη και στη ψυχή που θα παραδώσω στο Θεό, σου λέω και να με πιστέψης, πως ποτέ του παιδιού και του λόγου σου κακό δεν ήβαλα στο νου μου. Μάρτυρας μ' ο Θεός, απού θα με κρίνη, πως ήκαμα ό,τι μου 'τονε μπορετό και πάντα τούλεγα να μη σιμόνη στη φωτιά που με κεντά.

Εάν δε κανείς εμποδίση διά της βίας άλλον να παρουσιασθή εις την δίκην είτε τον ίδιον τον ενάγοντα είτε τους μάρτυρας, εάν μεν αυτός είναι δούλος είτε ιδικός του είτε ξένος, να μείνη ανεκτέλεστος και άκυρος η δίκη, εάν δε είναι ελεύθερος εκτός του ανεκτελέστου να δεθή επί έν έτος και να υπόκειται εις δίκην υποδουλώσεως από τον βουλόμενον.

Χριστέ! παράλαβέ με. »Βρέξετη φλόγα μου δροσιά και κάμε αυτήν τη στάχτη »Που θα ν' αφίση το κορμί του δούλου σου, Πατέρα, »Να μη την πάρη ο άνεμος και να μη μείνη στείραΕίπε και παραδόθηκε. Δεμένοςτο δρομάρι Ο μάρτυρας σιγά σιγά, παρακαλεί τη φλόγα Με τον καπνό τη σάρκα του, πούταν γυμνή να κρύψη.

ΧΡΕΜΗΣ Και η γυναίκα έχει νου, επρόσθεσεν ακόμη, και κομποδένει τον παρά, κι' ούτε έβγαλε καμμιά φορά από το στόμα μυστικό κατά τα θεσμοφόρια, ενώ η ευγένειες μας το βγάζουμ' απ' τα όρια. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα τον Ερμή! σε βεβαιώ κ' εδώ δεν είπε ψέματα. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Βρε και με μάρτυρας μπροστά τα ίδια καταντούνε.

Καλώτατα, απεκρίθη ο Κατής, είμαι ευχαριστημένος, και σου δίνω τον λόγον μου δι' αυτό με όρκον, εμπρός εις τους περιεστώτας μάρτυρας.

Εγώ και το σουραύλι ξέρω να παίζω καλά και να κλαδεύω τ' αμπέλια και να παραχόνω τα δένδρα· ξέρω και το χωράφι να οργόνω και να λιχνίζω στον αέρα· και πώς βόσκω το κοπάδι μάρτυρας είναι η Χλόη· πενήντα γίδια, που παράλαβα, τάκαμα διπλά· έθρεψα και τράγους μεγάλους κι όμορφους, ενώ προτήτερα εβάναμε τις γίδες να πηδιούνται με ξένους· μα και νέος είμαι και γείτονάς σας δίχως ψεγάδι.