United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νά, ο μπάρμπα Γιωργός ξεύρει. Ο μπάρμπα-Γιωργός θα μας πη την αλήθεια, που έρχεται από τον Άγι-Αντώνη. Ήξευραν αι γυναίκες, ήξευρεν όλον το χωρίον, ότι ο γέρων βοσκός εύρισκεν ύλην ζωής εις τα τοιαύτα τα οποία παρηκολούθει, υπομένων οδοιπορίας και νηστείας και αφίνων το εκ προβάτων ποίμνιόν του.

Δεν ειργάζοντο εκεί ειμή ο μαστροΓιωργός, Θεός σχωρέσ' τον, ο Βαγγελάκης, με την κοκκίνην σκούφιαν του, ήτις δεν ήτο ούτε φέσι, ούτε κούκκος, ούτε καπέλλο, αλλά μετείχεν από όλα αυτά, με τους πισσωμένους αμπάδες του και με την πολύχρουν από εμβαλώματα καμιζόλαν του, και ο Γιάννης της Παναγιούς, με το υψηλόν και ορθόν φέσι του, με την μακράν και πολύπτυχον βράκαν του, με την άσπρην φανέλλαν και με την μεγάλην ζεμπίλαν του.

Θεός σχωρέσει! απήντησεν ο παπά-Κονόμος, Ο μπάρμπα Γιωργός κουρασμένος ως ήτο, ακκούμβησεν εις το στασιδάκι και λέγει προς τον ιερέα: — Νά, παπά-Κονόμε, εδωδά ήμουνα εγώ. Εκεί δα βλέπω την Κουκκίτσα και εβγαίνει από το Άη-Δήμα, με το λιβανιστερό στα χέρια. Εκέρωσα από τον φόβο μου, φορούσε ένα κάτασπρο στιχάρι σαν από τουλουπάνι, και ήταν σκεπασμένη μ' ένα μαγνάδι νυφιάτικο.

Τα μάτια της ρωτούσαν μ' ανησυχία και άπειρη θλίψη: «Αλήθεια είνε άρρωστος βαρειά ο ΓιώργοςΑλλ' η φωνή της είπε άλλο. — Στην ώρα κείνη και στη ψυχή που θα παραδώσω στο Θεό, σου λέω και να με πιστέψης, πως ποτέ του παιδιού και του λόγου σου κακό δεν ήβαλα στο νου μου. Μάρτυρας μ' ο Θεός, απού θα με κρίνη, πως ήκαμα ό,τι μου 'τονε μπορετό και πάντα τούλεγα να μη σιμόνη στη φωτιά που με κεντά.

Πρώτη εκ των γειτόνων η γραία Παπαντώναινα τας ενουθέτησε, να μην τα πιστεύουν αυτά, αλλ' εκείναι ωργίσθησαν και την ύβρισαν· έκτοτε έγειναν κακαί με όλην την γειτονιάν και με όλον τον κόσμον. Όταν είδαν ότι ο Γιώργος των, ο καθηγητής, αργούσε να ταις φέρη από τας Αθήνας τον ονειροπολούμενον γαμβρόν, τον Τρικούπην ή τον Διάδοχον, εθύμωσαν και με αυτόν και ήρχισαν να τον υβρίζουν.

Είχον &εξιπασθή&, επειδή ο Γιώργος των, ο υιός της μεν, της δε αδελφός, είχε «βγη καθηγητής απ' το Πανεπιστήμιο, στην Αθήνα». Ήσαν εκ ταπεινού γένους και πάμπτωχοι. Ο γέρο-Σταύρος ο Κακαβάρης, αποθαμμένος προ ολίγων ετών, ήτον ξένος, φερμένος εις τον τόπον από την μεγάλην νήσον, την Έγριπον. Η λαίλαψ του πολέμου, εις την αρχήν του αιώνος, είχε σκορπίσει όλην την οικογένειάν του.

Σύρθηκα μέσα στη σάλα κι έπεσα, σ' ένα διβάνι. Έφτασε κι ο Γιώργος ανήσυχος, τρελλός. Γιώργο μου, Γιώργο μου, να φύγουμε απ' αυτόν τον φονικότοπο, γρήγορα, γρήγορα. Τέλος πάντων ζητήσαμε τηλεγραφικώς τη μετάθεσή μας κ' ελπίζομε να γείνη αύριο μεθαύριο, κι όπου φύγη, φύγη. Ελησμόνησα να σου πω, πως σκοτώθηκαν γιατί νόμισαν πως κοίταζα τον ένα περισσότερο απ' τον άλλο.

Ήτανε φερμένα όλα τα παιδιά του μαγαζιού. Ήταν κι αρκετοί φίλοι του Νίκου : ο Ντίνος, ένας Τζαννέτος, ξυλογλύπτης κι αυτός, που σηκώθηκε κ' ήρθε απ’ τη Βάθεια, ο Ηρακλής που δούλευε στο σελλάδικο του Ντίππελ, ο Γιώργος ο Ροντάκης, ο γλύπτης, κι ο Αντρίκος ο υποκελευστής με τη στολή του. Ήταν και μερικοί απ’ τη γειτονιά και πρώτος πρώτος ο χοντρός ο μπακάλης, ο κυρ Μπάμπης.