United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα θέλω να ζήσω να παντρέψω τη Μαριανθούλα μ', να τη νυφοστολίσω με τα χεράκια μ', να ιδώ κι' ένα-δυο δίγγονα, που λέει ο λόγος, κι' ύστερα ας παρουσιαστή ο άγγελος να του παραδώσω την παρακαταθήκη, που μου έβαλε ο Θεός. Και τι κατάλαβα, από τη ζωή, αν δε ζήσω τώρα;

Συχώρεσι ζητώ από το Θεό, το Βασιληά του κόσμου, και τον ικετεύω να μου δώση τη δύναμι να παραδώσω πάλι την Ιζόλδη στα χέρια του Βασιληά Μάρκου. Δεν είναι γυναίκα του, που την επήρε με το Νόμο της Ρώμης, μπροστά σ' όλους τους πλουσίους ανθρώπους του τόπου τουΑκουμπάει στο τόξο του, και πολλή ώρα θρηνεί ο Τριστάνος μέσα στη νύχτα.

Αυτού λοιπόν έφθασαν τα πράγματα; Τότε καλή νύκτα. ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Έφυγον προς την Πελοπόννησον. ΣΚΑΡΟΣ. Δεν είναι δύσκολον να τους ακολουθήσω· θα μεταβώ εκεί και θα περιμένω ό,τι και αν συμβή. ΚΑΝΙΔΙΟΣ. Τας λεγεώνας και το ιππικόν μου θα παραδώσω εις τον Καίσαρα· έξ βασιλείς μου έδωκαν ήδη το παράδειγμα της υποταγής.

Εγώ λοιπόν, αγαπητέ μου Κρίτων, έχω σκοπόν να τους παραδώσω τον εαυτόν μου, διότι υπόσχονται εις ολίγον χρόνον να κάμουν τον πρώτον τυχόντα εμπειρότατον εις αυτό το είδος. Κρίτων Αλλά, Σωκράτη, δεν φοβάσαι την ηλικία σου, μήπως είσαι πλέον πολύ γέρος;

Εάν λοιπόν όνειρόν τι σοι προμηνύει ότι ο υιός μου σκέπτεται να συνομώση εναντίον σου, θα σοι τον παραδώσω διά να τον μεταχειρισθής όπως θέλεις.» Ο μεν Υστάσπης ταύτα ειπών και διαβάς πάλιν τον Αράξην, επορεύετο προς την Περσίαν διά να συλλάβη τον υιόν του Δαρείον και τον παραδώση εις τον Κύρον.

— Ο άνεμος σείει τα δένδρα, είπε, καθώς εμέ η πνοή της συμφοράς. Οι διώκται όμως δεν αργούσι. Κοιμάσαι, αθώον πλάσμα, εις τας αγκάλας μου, αλλ' ουδέ υποπτεύεις πού θ' αφυπνισθής. Δεν θα σε παραδώσω εις τας χείρας των, θα σε μεταβιβάσω εις την αθανασίαν. Εις τους υποχθονίους θεούς θα σ' αφιερώσω. Συ, ω θείε άνερ, καλώς είπες, ουδ' ηδύνατο νους τις να ίδη όσα συ κατενόησας.

Και, εάν κανείς από σας ένεκα ατομικών λόγων φοβηθή μήπως παραδώσω την διοίκησιν της πόλεως εις ολίγους τινάς, ας είναι ήσυχος μάλλον των άλλων διότι δεν ήλθα διά να προστεθώ εις τινα μερίδα, ουδέ νομίζω ότι πρέπει να επιφέρω αμφίβολον ελευθερίαν καταργών τους πατρίους θεσμούς και υποτάσσων τον δήμον εις τους ολίγους ή τους ολίγους εις τον δήμον.

Λέγει του ο βασιλεύς· φυλάξου να μη με απατήσης· θέλω αύριον, όταν σου την παραδώσω, να την θανατώσης, διότι, αν κάμης κανένα δόλον, ήξευρε βέβαια ότι θα θανατώσω εσένα· Λέγει ο βεζύρης· υπόσχομαι της βασιλείας σου να τελειώνω πιστώς την προσταγήν σου.

Αλλά ο Θεός, καθώς θα το ακούστε, την ελυπήθηκε. Λυπηθήτε την, και σεις άρχοντες! Εκείνη την ημέρα, ο Τριστάνος κι' ο Βασιληάς κυνηγούσαν μακρυά, κι' ο Τριστάνος δεν έμαθε αυτό το έγκλημα. Η Ιζόλδη εκάλεσε δυο σκλάβους: τους έταξε ελευθερία και εξήντα χρυσά Βυζαντινά, αν έδιναν όρκο ότι θα κάνουν το θέλημά της. Ωρκίσθηκαν. «Θα σας παραδώσω λοιπόν, είπε, μια κόρη.

Τώρ' άμε, και των φίλων, 'πού έχεις, τους φρονιμωτέρους όποιους και αν θέλης πάρε, και όταν μας ακούσουν ας μας κρίνουν αυτοί, και αν εύρουν 'πού 'μαι πταίστης, είτε με το δικό μου χέρ' είτε με ξένο, θε να σου παραδώσω το βασίλειό μου, τον θρόνον, την ζωήν μου, και ό,τι και αν μου ανήκη, διά να δικαιωθής· αλλ', αν με ειπούν αθώον, στέρξε να μου χαρίσης την υπομονήν σου, και μαζί θα εργασθούμε διά να λάβης όσην ευχαρίστησιν πρέπει.