United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά ο Θεός, καθώς θα το ακούστε, την ελυπήθηκε. Λυπηθήτε την, και σεις άρχοντες! Εκείνη την ημέρα, ο Τριστάνος κι' ο Βασιληάς κυνηγούσαν μακρυά, κι' ο Τριστάνος δεν έμαθε αυτό το έγκλημα. Η Ιζόλδη εκάλεσε δυο σκλάβους: τους έταξε ελευθερία και εξήντα χρυσά Βυζαντινά, αν έδιναν όρκο ότι θα κάνουν το θέλημά της. Ωρκίσθηκαν. «Θα σας παραδώσω λοιπόν, είπε, μια κόρη.

Και καιρός είναι να πάψη η ιδέα που επικρατεί πολύ στη σκηνή ότι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι γυρνούσαν παντού ξεσκούφωτοι στον ανοικτόν αέρα, πλάνη που δεν γελαστήκαν μ' αυτή οι διευθυνταί των θεάτρων της εποχής της Ελισάβετ, γιατί έδιναν σκούφους καθώς και τηβέννους στους Ρωμαίους συγκλητικούς των.

Οι φραγκοσυκιές, ανθισμένες τώρα, έδιναν μια χρυσή νότα στο γκρίζο των περιβολιών και εκεί κάτω, πίσω από τον πύργο της ερειπωμένης εκκλησίας, οι ροδιές του ντον Πρέντου έμοιαζαν λεκιασμένες με αίμα. Η Νοέμι ένοιωθε μέσα της όλο εκείνο το γκρίζο και το κόκκινο.

Και συνάμα τις έδινε, κι αφού τους αγκάλιασε, τους γλυκοφιλούσε. Εκείνοι σαν είδαν ανέλπιστα τόσα λεφτά, αμέσως έδιναν το λόγο τους, ότι θα του δώσουν τη Χλόη για γυναίκα κ' υπόσχονταν πως θα πείσουν και το Λάμωνα.

Τα μάτια της τ' αμυγδαλωτά και μαύρα μου έδιναν υπόσχεσι να με φέρουν σε μια κοιτίδα ήσυχη, ευτυχισμένη, ακούνητη· και ο κόρφος της σε κόρφους άλλους πλέον γαληνεμένους και αμμόστρωτους, να δέση ο ναύτης άφοβα τη βαρκούλα του.

Και τόση αγάπη, τόσο σεβασμό την είχαν αυτή την τέχνη, που ο μεγάλος ο Κωσταντίνος δε φορολογούσε τους τεχνίτες της. Στη δόξα της όμως είταν αυτή η τέχνη τον έχτον αιώνα. Και δεν είταν οι βυζαντινές οι «ψηφίδες» απλά πετράδια καθώς των Ελλήνων και τω Ρωμαίων, παρά τεχνητά· δηλαδή γυαλοκόμματα χρωματιστά ή και χρυσωμένα. Έτσι και σφαντούσανε πιώτερο, έδιναν και μεγαλήτερη ποικιλία στα χρώματα.

Πέρα όμως, μακριά, το μάτι ξάνοιγε στο πράσινο και οι ομάδες των αλόγων και των πουλαριών έδιναν μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια στο τοπίο. Ο ήχος του ακορντεόν έφτανε μέχρι εκεί πάνω.

Ο γέρος σηκώθηκε σα βρεμμένη γάτα. Με κοντόβολτες, τρεκλίζοντας, έφτασε στην πόρτα. Άνοιξε και βγήκε. Τα ουρλιάσματα έπαιρναν κ' έδιναν. Από μακρυά φτάνανε οι κατάρες και ταναθεματίσματα. Ο Μπαρμπα-Δημητρός έμεινε μοναχός του. Ήτανε σαν αλαφιασμένος. — Φέρε ένα κρασάκι, παιδί. Να πάμε να ησυχάσωμε και μεις. Το ήπιε. Έπειτα στα καλά καθούμενα τον πήρε το παράπονο.

Όταν η Ιζόλδη η Ξανθή έμαθε ότι θα την έδιναν γυναίκα σ' αυτόν το θρασύδειλο, πρώτα γέλασε ώρα πολλή κ' έπειτα έκλαψε.

Απ' εκεί σωροί, σωροί από γυναίκες, και κορίτσια, τους έσφιγγαν στην αγκαλιά τους, τους έβρεχαν με τα δάκρια τους, τους χαμογελούσαν τους έδιναν παραγγελιές κι ορμήνιες φιλιά και πάλι φιλιά.