United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για ιδές κορμί ψηλό, λυγνό κι' ολόρθο σαν τη λεύκα Οπού την βρέχ' η ρεμματιά και την λυγάει τ' αγέρι. Για ιδές λαιμός γαλατιανός, λαιμός περιστερένιος Και δροσερός σαν κρύο νερό και σαν βουνίσιο χιόνι. Για ιδές και κόρφος σαν μηλιάτα μήλα φορτωμένη.

Τα μάτια της τ' αμυγδαλωτά και μαύρα μου έδιναν υπόσχεσι να με φέρουν σε μια κοιτίδα ήσυχη, ευτυχισμένη, ακούνητη· και ο κόρφος της σε κόρφους άλλους πλέον γαληνεμένους και αμμόστρωτους, να δέση ο ναύτης άφοβα τη βαρκούλα του.

Εφάνηκε καθάριο τόρα, ολόφωτο το Πινακούλι μέσα εκεί, βαθιά. Εφάνηκαν τα κάστρα της Κορώνης, πάνω στα βουνά τα πόμακρα. Έλαμψε ο κόρφος όλος μέσα, καταξάστερος. Εφώτισαν τα περιγιάλια γύρω κ' οι στεριές. Εξάναψαν οι στοιχειωμένοι πύργοι στον Αγιανάκη πάνω χρυσοφώτιστοι.

Και σαν τονέ γυρίση στο μαΐστρο; επέμεινεν ο μαραγκός. — Κη χωρίς να τονέ γυρίση στο μαΐστρο, εγώ σ' λέω, πως απ' την Κεχρεά κ' εκεί θε νάχουμε θαλασσίτσα, είπε τρίβων τας χείρας ο Στεφανής. Αυτά είνε αποθαλασσιαίς και δεν λείπουν, κατάλαβες, κι' ο κόρφος μπουκάρει ολοένα, κι' ούλο στρήβει. Μα δε μας πειράζ' ημάς αυτό. Εγώ σας παίρνω απάνω μ', ο Στεφανής σας παίρνει απάν' τ'!

Ο κόρφος δεν μας εδεχότανε, το Τσιρίγο μας έδιωχνε. Το βάλαμε κ' ημείς τραβέρσο, τρία ημερόνυχτα, με τον μέσα φλώκο μονάχα και με την μπούμα καταιβασμένη τρίγωνο. Λες κ' ήτανε κρασοβάρελο που το πετάξανετην θάλασσα κ' η θάλασσα το χτύπαε σαν αφωρισμένο. Δεν είχαμε και καπνό. Εξούσαμε τα παραπέτα με τους σουγιάδες μας κ' εφουμάραμε. Τρικυμία, λέει, κ' η ψεσινή! Να, πλυθήκαμε κομμάτι.

Όταν ξύπνησε, γαλήνη απέραντη είταν απλωμένη στην κάμαρα, η ανεμοζάλη είχε περάση, η κραυγή της κουκουβάγιας είχε σβυστή κι αυτή, ο ήλιος χάιδευε απαλά το πάτωμα και στα γυαλιά του παραθυριού βομβούσε τριγυρίζοντας να πετάξη έξω στο γαλάζιο τ' ουρανού μια πεταλούδα. Ανέπνευσε η όμορφη κόρη και γύρισε να ξυπνήση μ' ένα χαμόγελο τον άντρα της, αλλ' είτανε νεκρός.... Ήσυχος και καταγάλανος ο κόρφος.

Και παίρνει η φήμη τα χωριά, και παν να την ιδούνε· Κι' όσοι την βλέπουν, νηοί και νηαίς, μαραίνονται από ζήλεια... Κι' ο Ήλιος, — σαν την κύτταξε ντυμμένη με τ' αστέρια, Τον αποπήρε ο πόνος του κ' η φλόγα της καρδιάς του Κ' άπλωσε χέρι απάνου της και τσ' είπε λόγια αγάπης... Η κόρη πούταν φρόνιμη και καλοαναθρεμμένη, Τον μάλωσε βαρηά βαρηά και τούπε με φοβέρα, Να μην απλώση απάνου της, να τραβηχθή μακρυά της, Τι μαραγκιάζει ο κόρφος της, χαλάει η εμμορφιά της, Και σαν το μάθη η μάνα της, θε να τον καταριέται... Και φεύγει μ' άδειο το σταμνί.