United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν ήταν ένα ή δυο χρόνια μεγαλείτερη θα την έστελνα εις την πόλι να βολευθή. Φρόνιμη και προκομμένη καθώς που είνε, θα εύρισκεν εύκολα μια καλή θέσι, και δεν θα λησμονούσε και τους πτωχούς ανθρώπους που την αναθρέψανε, όταν δεν θα έχω πλέον δύναμι να κόπτω ξύλα ούτε συ δάκτυλα να πλέκης». Η Μηλιά εκαμώθη πώς δεν άκουσε τίποτες.

Εκείνος θύμωσε· αρπάζει τη μηλιά απ' το χέρι μου και μου δίνει μια σπρωξιά. Να, έτσι έπεσα και λερώθηκα... Μα τι στραβόκοσμος! τι στραβόκοσμος!.. — Τι ήθελες ν' ανακατωθής του λόγου σου, είπε ο Δημητράκης. — Γιατί, κύριε! τον ρώτησε ο Αριστόδημος με θυμό. Το μυαλό δεν τόχει κανείς μοναχά για τον εαυτό του· τόχει και για τους ξένους.

Χωρίς να φροντίζη για την εθιμοταξία, την επήρεν από το χέρι και την έβαλε να καθίση σιμά του, ερωτώντας από ποιο βασίλειον έρχεται, ή αν είνε ουρανοκαταίβατη, γιατί δεν πιστεύει πως ημπορεί η γης να γεννήση γυναίκα τόσον ωραία. Η Μηλιά εκοκκίνησε και του αποκρίθηκε με πολλή σεμνότητα και χάρι ότι είνε μια ταπεινή χωριάτισσα και ήλθε ν' αγωνισθή με τους άλλους για το βραβείο.

Ο Αγιαντώνης έρριξε το κεφάλι κάτω, εσούφρωσε τα φρύδια κ' έφυγε χωρίς να ειπή λέξι. — Καλά σ' έχω· εσυλλογίσθηκε ο ναύκληρος. Και με την ίδια επιβουλή πλησιάζει τον Αγιάννη τον Καλυβίτη, που ήταν ξαπλωμένος κάτω από μια μηλιά κ' έβλεπεν από μακριά τη διασκέδασι.

Αλλού πρέπει να γυρέψουν τα ιδανικά τους οι Έλληνες, και αλλού να συγκεντρώσουν την ενέργεια τους και να τη ρίξουν όλη μαζωμένη. Πάει και η Πόλη και η Αγιά Σοφιά! Πάει η Κόκκινη Μηλιά και ο Βασιλιάς ο Μαρμαρωμένος! Αυτός θα μείνει αιώνια μαρμαρωμένος, τώρα που θα τον στήσουν άγαλμα μαρμαρένιο, για παράδειγμαόμορφο, πολύ όμορφο, και συγκινητικό παράδειγμα ― σ' ένα λόφο της Αθήνας.

Το ηλικιωμένο ανδρόγυνο που την είχεν υιοθετήσει, ήταν τόσο πτωχό, όπου μόλις έφθαναν για να μη πεινά όσα εκέρδιζαν με το πλέξιμον η γραία και ο γέρος κόπτοντας ξύλα. Η Μηλιά έκαμνε κ' εκείνη ό,τι μπορούσε για να τους βοηθήση.

Την έχαψεν εκείνος και έπειτα αγκάλιασε τη χορεύτριά του και άρχισαν να γυρνούν με χάρι και τέχνη μοναδική. Δεν θα ετελείωνα ποτέ αν ήθελα να τα ειπώ όλα. Η διασκέδασι έκλεισε με μια βροχήν από σπάνια λουλούδια, που είχαν φέρει τα χελιδόνια από τα ξένα μέρη. Το σπανιώτερο απ' όλα ήταν ένας γαλάζιος λωτός του επάνω Νείλου, που επρόσφερεν η Μηλιά εις τον Βασιλέα.

Αυτοί όμως δεν ήσαν πολλοί εις το πτωχικό εκείνο χωριό, και το ψωμί και τα κάστανα όπου έτρωγαν ο γέρος και η γρηά, ήσαν πάντοτες ολιγώτερα από την όρεξί τους, και ακόμη πιο μικρό το μερδικό της Μηλιάς, αφού το εμοίραζε με τους πτωχούς και τα πουλιά. Η Μηλιά ήταν δεκαφτά ετών, όταν μια νύχτα, όπου ενόμιζαν αι θετοί γονιοί της πως κοιμάται, άκουσε να λέγη ο γέρος εις τη γυναίκα του·

Βοσκούλα μαυρομάτα μου της ερημιάς νεράιδα, Μάγισσα της σπηλιάς ξανθή και του βουνού καμάρι, Γιατί ανεβαίνεις τον γκρεμό και το στεφάνι απάνου Και κόβεις μήλα αφ' τη μηλιά, την παραφορτωμένη Και καρτεράςτο διάσελο, το μονοπάτι πιάνεις, Με το κοπάδι να διαβώ να με πετροβολήσης, Να μου προγγάς τα πρόβατα, να μου σκορπάς τα γίδια, Και να γελάς, να χαίρεσαι; Κατέβα εδώ, 'ς εμένα.

Όταν εχάθη μακρυά εις το δάσος ο κυνηγός και έπαυσε ν' ακούεται η φωνή του σκύλου, εβγήκαν από την κρύφτη τους τα πουλιά και δεν ήξευραν τι να κάμουν για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους εις την Μηλιά. Εκάθιζαν επάνω εις τον ώμο της, εκελαϊδούσαν εις τ' αυτί της ευχαριστώ, την αέριζαν με τα πτερά των και της εφιλοτσιμπούσαν τα χέρια, τα χείλια, τα μάγουλα και το λαιμό της.