United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε ανοιγοσφάλημα ματιού, σβέλτοι και παμπόνηροι, από στόμα σε στόμα προφωνήθηκαν αναμεταξύ τους. Οι βαρυποινήτες προπάντω. Επήραν την απόφαση, και δύο δύο, υπάκοοι στου Βλαχογιώργου τη βαριά την προσταγή, έτρεξαν απ όλο γύρω το προάβλιο που ήταν απλωμένοι. Εμαζέφτηκαν κ' οι δεκαφτά μπροστά στη σιδερόπορτα του τάφου τους.

Οι φύλακες καλόβουλοι εγκρέμισαν τον τοίχο και άνοιξαν μια πόρτα που χιλιάδες ημπορούν να περάσουν μαζί. Αλλά τόσος είνε ο λαός που πηγαίνει ώστε πάντα στριμωμένοι και με καυγάδες κατορθώνουν να έμπουν. Οι γροθιές, οι κλωτσιές και τα μαλλοτραβήματα πηγαίνουν καπνός. Αν δεν ήταν οι διάβολοι να τους χωρίζουν, δεκαφτά φορές θα ξαναπέθαινε καθένας.

Πάμε να καθίσουμε απ' έξω από τη «Λέσχη». Μη βλέπης μέσα τους χαριτωμένους τους μπιλλιαρδόρους, μήτε τους παρακείθε που διαβάζουν εφημερίδες αντίς να παίρνουν αφιόνι, μήτε τους παραμέσα που κουβεντιάζουν, ίσως για τα πολιτικά των πολιτικά, για σαρίκια και καλιμάφκια. Κοίταξε κατά τ' αργυρωμένα τα κύματα, κι άκουγε. Πρέπει να είμουν ως δεκαφτά χρονών.

Σύρτε μετο Μουχτάρ πασσά δυο λόγια να του κρίνω. Πασσά μου, πούσαι, πρόβαλε, τρέξε να με γλυτώσης Μέρωσε τον Αλή-Πασσά και δώσε ό,τι να δώσης Εις το βεζύρη τα φλωριά, τα δάκρυα δεν περνάνε. Και 'σένα μ' άλλαις δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε. Χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω μες τη λίμνη Για να γλυκάνη το νερό να πιή η Κυρά Φροσύνη.

Δεν έχει αυτός δικαίωμα να βγάζη ψωμί από χριστιανούς. Να τονε μηνύσουμε, να τονε μάθη ο κόσμος, να πεθάνη της πείνας, να ζη χωρισμένος από τους ομόφυλούς του, ν' αφοριστή, να βουρκολακιάση! Τέτοια του έψαλλα του Θοδωράκη απάνω στον ηλιακό. Αθώο παιδί, δεκαφτά χρονώ! Όχι όμως κι ολότελα τυφλωμένος. Κατιτίς μούλεγε πως δεν είταν ο Θοδωράκης μονάχος. Πως εδώ τέτοια τραγουδάκια δεν έχει.

Του Τρία οι κατάδικοι, δεκαφτά όλοι, βαρυποινίτες, και δύο τρεις πλημμελήτες αλαφρόποινοι, απλωμένοι τόρα αμέριμνοι μες το προάβλιο, στα πόδια τους μαρμάρωσαν σαν άκουσαν τη μανιακή του Βλαχογιώργου διαταγή. Εγύρισαν όλοι· είδαν το φοβερό λεπίδι που τόπαιζε ψηλά στο χέρι ξεμανίκωτο, σα να τους εφοβέριζε όλους να τους περάση από την κόχη του. Ενόησαν και το φριχτό θυμό του πως θα ξέσπαγε.

« Φεύγει ο Μουχτάρης σου! . . » Φεύγει, Φροσύνη! . . » Και 'σένα μόναχη, » Έρμη σ' αφίνει.» « Κλάψε! Φροσύνη μου. » Την μοναξιά σου! » Φροσύνη! Σ' έφαγε » Η ωμορφιά σου!..» Απ' το τραγούδι 'γνώρισα Πως ήταν η Φροσύνη, Η Βασιλική τ' Αλή-Πασσά, Κ' η Δέσπω του Λιακάτα. · Κ' εκείναις π' ακολούθαγαν Την ίδια τους τη στράτα, Με το τραγούδι. Αι Δεκαφτά Που πνίξαμε με 'κείνη.

Εγώ, σαν τρελλοκόριτσο που ήμουν ακόμαείχα παντρευτή πολύ μικρή, καθώς σου είπα, και τώρα δεν θα ήμουν περαπάνω από δεκαφτά χρονώνξέχασα και άνδρα άρρωστο, και τάξιμο, κ' εκκλησιά, κ' επήγα ίσα προς το μέρος που έπαιζαν τα λαλούμενα κ' εγινόταν ο χορός, για να κάμω χάζι. Εστάθηκα εκεί ολίγην ώρα, ύστερ' απόστασα να στέκωμαι, κ' εκάθισα στα χορταράκια. Εύρισκα μεγάλη διασκέδασι.

Μας αποδέχτηκε η κερά του, νιόπαντρη κοπέλλα ως δεκαφτά χρονών. Όχι κι ομορφιά που να τρελλαθής, μα πρόσχαρη και σβέλτη κι αυτή, καθώς όλες τους, που σαν τις ζορκάδες τις έβλεπα και πετιούνταν από δω κι από κει, στις ελιές, στα κάστανα, στις νεροσυρμές, στα κοπάδιαπαντού. Μας καλωσόρισε κ' η γριά η μάννα τους συσταζούμενη γυναίκα και γνωστικιά.

Και τι μου είπε, θαρρείς; Αγαπώ, λέει, έν' αγόρι· είναι, λέει, ως δεκαφτά χρονών αγοράκι· και ταγαπώ λέει τόσο, που πάω να τρελλαθώ. Δεν είχα πια τώρα να χάνω καιρό. Άναβε μεγάλη φωτιά, κ' έπρεπε ή να μας κάψη και τους δυο, ή να τη σβύσω. Ίσως μου πεις πως είμουν ακόμα πιο μπόσικος απ' ό,τι θάρρεψα και τη δεύτερη τη φορά.