United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ναι, διασκεδάστε, ερωτευτείτε. Γι’ αυτό είναι τα πανηγύρια και τα πανηγύρια περνάνε γρήγορα…… Καθισμένος στη σκιά του τοίχου άρχισε να φτιάχνει τη σούβλα. Οι γυναίκες γελούσανε γύρω του, ο Τζατσιντίνο όπως πάντα ήταν σιωπηλός και φαινόταν να προσέχει στον ήχο του ακορντεόν που γέμιζε με παράπονο και φωνές την αυλή.

Σύρτε μετο Μουχτάρ πασσά δυο λόγια να του κρίνω. Πασσά μου, πούσαι, πρόβαλε, τρέξε να με γλυτώσης Μέρωσε τον Αλή-Πασσά και δώσε ό,τι να δώσης Εις το βεζύρη τα φλωριά, τα δάκρυα δεν περνάνε. Και 'σένα μ' άλλαις δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε. Χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω μες τη λίμνη Για να γλυκάνη το νερό να πιή η Κυρά Φροσύνη.

Οι κληρωτοί πέρνανε από ένα κουβά και τον γεμίζανε νερό από την τρούμπα. Απιθώνανε τα ρούχα ένα σωρό στο σανιδένιο κατάστρωμα, και το πλύσιμο άρχιζε. Βουτούσανε το ρούχο στον κουβά, το απλώνανε στα σανίδια και τρίβανε το σαπούνι απάνω του. Ένας από το σωρό των κληρωτών, είχε τα ρούχα του τυλιγμένα σε μια πετσέτα κάτω από τη μασχάλη του και κύτταζε τους άλλους με φανερή στεναχώρια.

Εγώ ξέφυγα, Ιζόλδη, και σένα θα σε σκοτώση. Για μένα την καίνε! Γι' αυτή, πρέπει κ' εγώ να πεθάνω». Ο Γκορνεβάλης του είπε: «Ωραίε άρχοντα, ησυχάστε, μην ακούτε το θυμό σας. Κυττάχτε αυτόν τον πυκνό θάμνο, το φραγμένο από πλατύ αυλάκι. Ας κρυφτούμε κει. Πολλοί περνάνε από το δρόμο. Θα μας πουν νέα.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Η πειό άσχημες θ' αρπάζουν τα πειό ώμορφα παιδιά, όταν φεύγουν απ'τα δείπνα, να περνάνε τη βραδειά. οι δε άσχημοι θα βάζουν στα δημόσια τα μέρη της πειό ώμορφες στο χέρι, και δεν θα μπορή γυναίκα μ' έναν ώμορφο να μείνη, στους ζαβούς και στους ασχήμους όταν πρώτα δεν το δίνη, ΒΛΕΠΥΡΟΣ Ώστε τότε και ο μύτος ο τρανός του Λυσικράτη θα περνά με τους ωραίους και θα λέη πως είνε κάτι;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Να μάθω του λόγου κάθε τρόπον, γιατί των δανειστών μου, αυτών των κακοτρόπων, με κάμανε οι τόκοι εδώ κ' εκεί να τρέχω, κ' ενέχυρα έχω βάλη ό,τι έχω και δεν έχω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και πώς εσύ γελάσθηκες και μέσ' 'στα χρέη πιάστηκες; ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και οι θεοί, που θέλεις συ να ορκισθης, ποιοι θάνε; πρώτον, θεών νομίσματα δω πέρα δεν περνάνε.

Ποτέ δε θαυμάστηκε τόσο ο Σβεν, δε χαδεύτηκε, δεν κρατήθηκε από όλους στα χέρια και δεν αποθεώθηκε, όπως αυτό το καλοκαίρι. Οι ναυτικοί τον πέρνανε στον ώμο και του φτιάνανε βαρκίτσες, οι γερόντισσες σταματούσανε και χαμογελούσαν, μόλις τον βλέπανε.

Δεν περνάνε δύο λεφτά κι ο λεβέντης δίχως σπαθί, δίχως φέσι, δίχως τσαρούχια, φορτωμένος μίαν αγκαλιά ξύλα, τρέχει κατατρομασμένος, κίτρινος σαν το φλουρί, και μουρμουμουρίζει σαστισμένος κάμνοντας το σταυρό του: — Πάτερ 'μών!... — Πατερίτσα στο... φωνάζει ο κυρ λοχίας. — Πάτερ 'μών κυρ λοχία, να, πάηνα για ξ 'λάκια μέσα στο ρέμμα κι άξα βοητό από νταούλια και ζουρνάδες... — Νταούλια, μωρέ!

Περνάνε, φεύγουνε μακριά, Κι' ακούγονταν ακόμα Εκείνο το τραγούδι τους... 'Σταίς φλαμουριαίς εμβήκα, Σε λόγκο, λόγκο απέραστο. Εκεί το τέλος 'βρήκα Απ' τον Παράδεισο. Σιμάτης Κόλασις το χώμα . . . . Εκ του χάσκω, χαίνω. Ο κενός, άπειρος και χαίνων τόπος.