Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Έλεγε λοιπόν, κ' η μακαρίτισσα συφωνούσε, να μάθω εγώ καλά τα γράμματα, να βγω ύστερα πραματευτής, και σα γυρίσω, ν' αγοράσω άλλα δυο χτήματα που είτανε φόβος να περάσουνε σε τούρκικα χέρια. Κ' έτσι να ριζώσω και γω στο Μεσοβούνι, να καμαρώνη κ' η γριά τα δυο της παιδιά νοικοκοιρεμένα. Όλη αυτή την ώρα η Αννούλα πότιζε γλάστρες, και τραγουδούσε. Εκεί απάνω, ακούμε μεγάλο βοητό.
Δεν περνάνε δύο λεφτά κι ο λεβέντης δίχως σπαθί, δίχως φέσι, δίχως τσαρούχια, φορτωμένος μίαν αγκαλιά ξύλα, τρέχει κατατρομασμένος, κίτρινος σαν το φλουρί, και μουρμουμουρίζει σαστισμένος κάμνοντας το σταυρό του: — Πάτερ 'μών!... — Πατερίτσα στο... φωνάζει ο κυρ λοχίας. — Πάτερ 'μών κυρ λοχία, να, πάηνα για ξ 'λάκια μέσα στο ρέμμα κι άξα βοητό από νταούλια και ζουρνάδες... — Νταούλια, μωρέ!
— Δόξα νάχη ο Θεός που δε βάσταξε πιώτερο! μουρμούριξε η μακαρίτισσα. Και κει που τόλεγε, ξανάρχεται μεγαλήτερο βοητό από τα βάθια της γης, κ' ύστερ από το βοητό μεγαλήτερο τράντασμα. Ακούγαμε τους τοίχους που κατρακυλούσαν από παντού. Τα χάσαμε, και δεν μπορούσαμε να σαλέψουμε από κοντά από τον τοίχο μας. Άξαφνα γκρεμιέται κι αυτός ο τοίχος, και κατρακυλιούνται αμέτρητες πέτρες τριγύρω μας.
Τα σφυρίγματα των τραίνων των βαποριών κάτω, ο θόρυβος κ' η βοή της Πάτρας, των δρόμων της, των κάρρων της, των αμαξών της, του κόσμου της, που ιδρόνει δουλεύοντας σκυλίσια ολημερίς, μόλις φτάνει ίσα μ' εκεί απάνω και πνίγεται μέσα στην ιδιαίτερη ζωή του μαχαλά, στο βοητό τ' αμονιού και στον κρότο του σφυριού των γύφτων.
Πυκνό πυκνό κι' ολόμαυρο μελισσολόι πετιέται Μέσ' από βράχους και κρινιά, μέσ' από ερμιές και κήπους, Και τάνθη της βοσκολογά και πέρνει τον αχνό τους, Και διαλαλάει μ' ένα βοητό τον αναγαλιασμό του. Αναταράζονται η ερμιές, αχολογούν τ' αμπέλια, Λες κι' από κάθε πέτρα ορθή, λες κι' από κάθε βάτον Οπού στο χόρτο σέρνεται, κόρης κορμί φυτρώνει.
Όλες τις κατάρες κι όλες τις προσευκές τις άκουσα κείνη τη νύχτα. Κατάντησα σα μεθυσμένος. Φάντασμα θαρρούσα πως είμουνα. Δεν το πίστευα πως είμουν εγώ, πως έπαθα τίποτις. Πήδηξα κάτω άμα γλυκόφεξε. Ψυχή πια τώρα τριγύρω. Μήτ' από το χωριό δεν ήρχουνταν κανένα βοητό, καθώς τη νύχτα. Άρχιζαν και κελαϊδούσαν τα πουλιά σα να μην έτρεξε τίποτις. Πήγα προς τον γκρεμνό. Σαν το γίδι κατέβηκα.
Με το βαρύ της το βοητό οπού τες σχίζει γλείφτει Και τα χοντρά τα σύδαυλα, με την πνογά του ανέμου Που σκάει 'ς το καταρρύχωμα κι' ανατρανίζει η στρέχα, Που ξερριζώνει τα δεντρά, μαντεύονται η κοπέλλες. Για εμάς μαντεύονται, παιδιά, για εμάς αναρωτούνε Τ' άγρια τ' ανήμερα στοιχειά, για εμάς τάματα κάνουν, Για εμάς χτυπά η καρδούλα τους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν